Το Εφετείο επικύρωσε την καταδίκη ενός προσώπου σε τριάμισι χρόνια φυλάκιση για σεξουαλική κακοποίηση ανήλικης, απορρίπτοντας τον ένα και μοναδικό λόγο έφεσης που καταχώρησε ο κατηγορούμενος και στρεφόταν κατά της μαρτυρίας της μητέρας της παραπονούμενης.
Η υπόθεση έχει μακρά ιστορία με καταγγελίες της μητέρας στην Αστυνομία κατά του κατηγορούμενου για βιασμό και αθώωσή του αφού δεν είχε προσέλθει στη δίκη για να καταθέσει, ενώ εν τέλει, όταν η θυγατέρα της έγινε 16 ετών και ζούσε πλέον με τη μητέρα της στο Λονδίνο, προχώρησε στην αποκάλυψη των όσων υπέστη. Ήρθαν μαζί στην Κύπρο και η ανήλικη προέβη σε καταγγελία εναντίον του, εξ ου και προέκυψε η υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίησης και της άσεμνης επίθεσης.
Όπως αναφέρεται σε απόφαση του Εφετείου, αποδίδετο στον κατηγορούμενο ότι, σε τρεις διαφορετικές περιπτώσεις που έλαβαν χώρα αρκετά χρόνια προτού η παραπονούμενη υποβάλει το παράπονό της και δώσει κατάθεση, σε άγνωστη ημερομηνία μεταξύ των ετών 2007-2010, προέβη στα όσα του καταλογίζονταν. Η παραπονούμενη έδωσε οπτικογραφημένη κατάθεση στην Αστυνομία όταν ήταν 16 ετών, η οποία έγινε δεκτή κατά την ακροαματική διαδικασία.
Σύμφωνα με τα όσα έχει αναφέρει, το πρώτο περιστατικό επεσυνέβη όταν η ίδια ήταν μεταξύ 5-7 ετών, στην τουαλέτα του σπιτιού όπου διέμεναν, αφού τη δεδομένη χρονική περίοδο, ο κατηγορούμενος ήταν πολύ κοντά με την οικογένεια της. Το δεύτερο περιστατικό, που ήταν και το πιο σοβαρό, έλαβε χώρα σε άλλη ημερομηνία όταν η παραπονούμενη ήταν περίπου στην ίδια ηλικία. Το τελευταίο περιστατικό έλαβε χώρα όταν η παραπονούμενη ήταν, εξ όσων θυμάται, στη Δ τάξη του Δημοτικού, όταν πια είχε μετακομίσει με την οικογένειά της σε άλλο σπίτι και ο κατηγορούμενος τότε ενοχλούσε την οικογένειά της.
Το Εφετείο αναφέρθηκε σε όλες τις νομικές πτυχές της υπόθεσης και πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο, ασχολήθηκε με την αδυναμία της παραπονούμενης να τοποθετήσει με ακρίβεια τη χρονική στιγμή που έλαβε χώρα το κάθε περιστατικό. Με παραπομπή στη νομολογία, ανέφερε ότι αυτό δεν είναι στοιχείο που μπορεί να κλονίσει την αξιοπιστία της, τόσο λόγω της παρέλευσης μεγάλου χρονικού διαστήματος, όσο και κυρίως λόγω της ηλικίας που είχε κατά τον χρόνο που έλαβαν χώρα τα επίδικα περιστατικά. «Δεν αναμένεται από τα θύματα τέτοιων περιπτώσεων να θυμoύνται επακριβώς ημερομηνίες και λεπτομέρειες κάθε παρενόχλησης. Το σημαντικό ήταν, όπως ανέφερε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι η παραπονούμενη προσδιόρισε με λεπτομέρεια τη φύση και τη μορφή της εκμετάλλευσης επιτρέποντας την κατηγοριοποίηση σε τρεις διαφορετικές πράξεις», σχολίασε το Εφετείο.
Στη συνέχεια βρήκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά κατέληξε ότι για το αδίκημα της πρώτης κατηγορίας, δηλαδή σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιού, δεν απαιτείται ενισχυτική μαρτυρία για σκοπούς απόδειξής του. Επομένως, αναφέρεται στην απόφαση του Εφετείου, η καταδίκη του εφεσείοντα δεν προέκυψε συνεπεία της θετικής αξιολόγησης της μητέρας της παραπονούμενης, άρα ο λόγος έφεσης που προβάλλεται δεν έχει καμία σημασία και ούτε επηρεάζει την ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου.
Έκρινε επίσης ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι δεν είχε λόγο υπό τέτοιες συνθήκες να ωθήσει την κόρη της και παραπονούμενη στο να υποβάλλει την καταγγελία. Αντίθετα, προκύπτει ότι, μέσα από το υγιές περιβάλλον στο οποίο πια ζουν, όταν αντιλήφθηκε τον λόγο που η κόρη της παρουσίαζε τα όποια θέματα, και μετά από συμβουλή ειδικών, ήρθε μαζί της στην Κύπρο για να υποβληθεί το παράπονο για να μπορέσει πλέον και η παραπονούμενη να κλείσει εκείνη την περίοδο της ζωής της όσο πιο θετικά γίνεται.
Εν τέλει η έφεση απορρίφθηκε και η καταδίκη επικυρώθηκε.










