Λεπτομερές τουρκικό σχέδιο για διχοτόμηση, με αφορμή τη συνταγματική κρίση στην Κύπρο, ημερομηνίας 14 Σεπτεμβρίου 1963, βρέθηκε κατά τη διάρκεια των γεγονότων του 1963 και φέρει τις υπογραφές του αντιπροέδρου Κιουτσιούκ και του προέδρου της τουρκοκυπριακής Κοινοτικής Συνέλευσης Ντενκτάς. (Κληρίδης Γλ. Η Κατάθεση μου. (Τόμος 1), Εκδόσεις Αλήθεια, Λευκωσία 1988) Καταγράφονται, με κάθε λεπτομέρεια, κωδικοποιημένες ενέργειες των Τούρκων, μόλις η ελληνική πλευρά θα υπέβαλλε εισηγήσεις για τροποποίηση του Συντάγματος.
Οι Έλληνες της Κύπρου άρχισαν να παίρνουν μέτρα προστασίας. Οι βετεράνοι αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α., Πολύκαρπος Γιωρκάτζης και Νίκος Κόσιης, ηγήθηκαν της προσπάθειας αυτοάμυνας του πληθυσμού. Στις πόλεις και χωριά, όπου οι γειτονιές των δύο κοινοτήτων συνόρευαν, επανδρώθηκαν φυλάκια με σκοπιές κατά τις ώρες της νύκτας μέχρι το πρώτο φως της ημέρας. Μαθητές των γυμνασίων μαζί με τους καθηγητές τους, ιδιωτικοί και κυβερνητικοί υπάλληλοι, εργάτες και επιστήμονες όλοι εθελοντικά ξενυκτούσαν για να παρακολουθούν τους Τούρκους και τους άνδρες της Τ.Μ.Τ.
Το Γενικό Νοσοσκομείο Λευκωσίας δεν μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση. Κυρίως οι άνδρες νοσηλευτές που είχαν παλιά υπηρετήσει και στις τάξεις της Ε.Ο.Κ.Α. πρωτοστάτησαν για την προστασία του Νοσοκομείου. Γνώριζαν ότι Τούρκοι νοσηλευτές ήταν μέλη της Τ.Μ.Τ., ενώ διαδίδονταν φήμες για κατάληψη του Νοσοκομείου από τους Τούρκους. Οι γιατροί είχαν μείνει εκτός της κινητοποίησης αυτής. Συνέχισαν να εργάζονται αρμονικά με τους Τούρκους συναδέλφους τους και τους πολλούς Τούρκους νοσηλευτές και νοσηλεύτριες. Μοναδική εξαίρεση, ίσως, να ήταν ο ασκούμενος γιατρός Αλέκος Καμμίτσης από τον Κάμπο, ο οποίος τον Ιούνιο του 1963 είχε αρχίσει την εκπαίδευση του στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας, μετά την αποπεράτωση των σπουδών του στην Αθήνα. Πρόσφατα μας διηγήθηκε την πλούσια δράση του στα γεγονότα που διαδραματίστηκαν την εποχή εκείνη:
«Πράγματι οπλοφορούσα εκτός Νοσοκομείου. Η ατμόσφαιρα μύριζε μπαρούτι. Όλοι γνώριζαν ότι κάτι προετοίμαζαν οι Τούρκοι αφού από καιρό άρχισαν να εξοπλίζονται. Συνάδελφοι τότε το 1963, εκπαιδευόμενοι γιατροί μαζί μου στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας ήταν δυο Λεμεσιανοί οι Πανίκος Αργυρόπουλος, αργότερα ακτινολόγος και ο γενικός γιατρός Τάκης Αριστείδου, ο Μιχάλης Παπαναστασίου, αργότερα αναισθησιολόγος και ο Δώρος Μιχαηλίδης, ο οποίος νωρίς έφυγε για την Αμερική. Είχαμε και δύο Τουρκοκύπριους συναδέλφους. Ο ένας ήταν ο Ντερβίς Έρογλου από την Αμμόχωστο, απόφοιτος του Πανεπιστημίου Κωνσταντινουπόλεως και σημερινός ηγέτης των Τουρκοκυπρίων. Δεν θυμούμαι το όνομα του άλλου συναδέλφου. Θυμάμαι, όμως, ότι όλοι είμαστε φίλοι, μέναμε μαζί στα καταλύματα που είχαν οι εκπαιδευόμενοι γιατροί και τα οποία βρίσκονταν κοντά στις Κεντρικές Φυλακές, δίπλα από το σπίτι του δικαστή Βετάτ Μπέη. Όταν βρίσκαμε λίγο χρόνο παίζαμε ποδόσφαιρο σε γειτονικό χωράφι και τα βράδια μπορούσε να βγούμε έξω για φαγητό ή κανονίζαμε συνεύρεση με νεαρές νοσοκόμες… Μείναμε φίλοι με τον Ντερβίς Έρογλου μέχρι τα γεγονότα της 21ης Δεκεμβρίου 1963, όταν έφυγε και αυτός μαζί με όλους τους άλλους Τούρκους γιατρούς και νοσηλευτές του Νοσοσκομείου Λευκωσίας για να δημιουργήσουν τους θυλάκους τους. Δεν έχουμε βρεθεί ούτε μιλήσει έκτοτε. Αργότερα ηγήθηκα ομάδας εθελοντών στο Λόχο της περιοχής Ορφέα και Τράχωνα».
Πλήρως εξοπλισμένοι οι Τούρκοι στα χωριά και στις συνοικίες τους στις πόλεις,ήταν πανέτοιμοι όταν ξέσπασε στις 2 τα ξημερώματα του Σαββάτου της 21ης Δεκεμβρίου 1963 η διαφαινόμενη εξέγερση, από ένα τυχαίο επεισόδιο στην οδό Ερμού της παλιάς Λευκωσίας. Τουρκικός όχλος λεηλάτησε και έκαψε τις Κάτω Συνοικίες της Λευκωσίας, Άγιο Κασιανό και Χρυσαλινιώτισσα. Οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν και ξάπλωσαν σε όλο το νησί.
Οι γιατροί και το νοσηλευτικό προσωπικό παρέμειναν εργαζόμενοι μέσα στο Νοσοκομείο Λευκωσίας ολόκληρα μερόνυκτα όταν ξέσπασε η αναταρσία. Οι τούρκοι γιατροί και νοσηλευτές απεχώρησαν από τις θέσεις τους και αυτοεγκλωβίστηκαν στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας. Οι μάχες συνεχίζονταν σποραδικά για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ορθοπεδικός Νίκος Ιωάννου γεννημένος στη παλιά πόλη της Λευκωσίας και μεγαλώνοντας στις κυβερνητικές πολυκατοικίες της Νεάπολης, γνώριζε τους μαχαλλάδες (γειτονιά στα τούρκικα)) και κάθε γωνιά της πρωτεύουσας. Όταν χρειάσθηκε να μεταβεί ιατρική ομάδα για περισυλλογή των νεκρών μαχητών από τους δρόμους στα διάφορα σημεία των συγκρούσεων, ο τότε διευθυντής του Νοσοκομείου Δημήτρης Φεσσάς, σκέφθηκε αμέσως τον νεαρό Λευκωσιάτη γιατρό. Ο γιατρός Ιωάννου μαζί με λίγους νοσοκόμους και με τη συνοδεία «ειρηνευτών» αγγλικού στρατιωτικού αποσπάσματος κατάφεραν να περιμαζέψουν τις σορούς. Καταλήγοντας, μας είπε: «Δεχθήκαμε και πυρά από ένοπλους τούρκους στασιαστές και σε μια περίπτωση οι Άγγλοι συνοδοί μας ανταπέδωσαν τα πυρά. Καταφέραμε να βάλουμε τις σορούς στο ασθενοφόρο και να επιστρέψουμε στο Νοσοκομείο.»
Το Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και τα επαρχιακά κυβερνητικά Νοσοκομεία των τεσσάρων πόλεων, – με εξαίρεση την Κερύνεια όπου δεν συνέβη ποτέ οποιοδήποτε επεισόδιο με τους λιγοστούς Τούρκους κατοίκους της – δέχθηκαν σημαντικό αριθμό τραυματιών, Ελλήνων και Τούρκων, κατά τη πολύμηνη διάρκεια των διακοινοτικών συγκρούσεων το 1964. Η Πάφος βρέθηκε στη δίνη των τραγικών γεγονότων. Οι χειρουργοί Τάσος Παπαναστασίου και Πέτρος Θεοδωρίδης ήταν τότε διορισμένοι στο τοπικό κυβερνητικό νοσοκομείο και χειρούργησαν πολλούς τραυματίες από τις μάχες στην πόλη και τα περίχωρα. Δύσκολες ώρες πέρασε το προσωπικό του νοσοκομείου κατά τη μάχη που διεξήχθη στο Κτήμα το Μάρτιο του 1964. Τότε Τούρκοι ένοπλοι πυροβολούσαν αδιάκριτα εναντίον του πλήθους που ήταν μαζεμένο στην αγορά της πόλης.
Τα ματωμένα Χριστούγεννα του 1963 και το 1964 ήταν μια τραγική περίοδος για τις δύο κοινότητες της Κύπρου και την Κυπριακή Δημοκρατία.
Η «Βρετανική Δύναμη Ανακωχής», η οποία ανέλαβε αμέσως μετά την έναρξη της τουρκικής ανταρσίας, αντικαταστάθηκε το Μάρτιο του 1964 από την U.N.F.I.CYP (Δύναμη Ηνωμένων Εθνών στη Κύπρο). Για το ρόλο των Βρετανών στην U.N.F.I.CYP., ο ιστορικός ηγέτης του Α.Κ.Ε.Λ. Εζεκίας Παπαϊωάννου κατάγγελλε από το βήμα της Βουλής των Αντιπροσώπων:
«Oι βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις βοηθούν σκανδαλωδώς την ανταρσία, φτάνοντας μάλιστα μέχρι του σημείου να χρησιμοποιούν και νοσοκομειακά οχήματα για τη μετακίνηση (Τουρκοκυπρίων) στασιαστών. Είναι οι εμπνευστές και οι οργανωτές της ιμπεριαλιστικής συνωμοσίας κατά της Κύπρου. Αυτοί συνέβαλαν το καταχθόνιο σχέδιο των στασιαστών, που είναι ο προπομπός της τουρκικής κατοχής και του διαμελισμού της Κύπρου(!). Αυτοί όπλισαν και εφοδιάζουν και συντηρούν τους στασιαστές, χρησιμοποιώντας τη σημαία και το έμβλημα του Ο.Η.Ε.. Απαιτούμε να μη μετέχει στη Δύναμη αυτή ούτε ένας Βρετανός στρατιώτης». (Πρακτικά Βουλής των Αντιπροσώπων, 9/3/1964).
Από τουρκικής πλευράς τα γεγονότα διατυπώνονται διαφορετικά. Η ανώτερη νοσηλεύτρια στο Γενικό Νοσοσκομειό Λευκωσίας Τουρκάν Αζίζ περιγράφει στην αυτοβιογραφία της:
«Φθάνοντας στο 1963 η ένταση αυξανόταν. Υπήρχαν επεισόδια, πού και πού, απομονωμένα, φυσικά, που διευθετούνταν πάντοτε, αλλά παρ’ όλα αυτά, ανησυχητικά. Τότε, ακριβώς πριν τα Χριστούγεννα του 1963, οι Έλληνες εξαπέλυσαν άγρια επίθεση εναντίον των Τούρκων στο κέντρο ακριβώς της πρωτεύουσας Λευκωσίας. Ήταν τόσο αναπάντεχο που ο κόσμος κατελήφθη από απόλυτη έκπληξη. Ήταν ένα λουτρό αίματος. Ουσιαστικά ήταν το τέλος της ένωσης των δύο φυλών, Ελλήνων και Τούρκων. Ήταν το τέλος της συνύπαρξης. Ήταν το τέλος μιας φιλίας».
To τι διαδραματιζόταν μέσα στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και πάλι η Ανώτερη Διευθύνουσα Προϊσταμένη αδελφή Aζίζ εξιστορεί:
«Εκείνο το Σαββατοκυρίακο εμείς στο Νοσοκομείο δεν γνωρίζαμε τι είχε συμβεί. Ακούσαμε ότι υπήρξαν πυροβολισμοί και θύματα αλλά ήταν η συνεχής προπαγάνδα του ελληνικού ραδιοφώνου (Σημ. εννοεί την κρατική Ραδιοφωνική Υπηρεσία Κύπρου) που ήταν τρομακτική. Προσπαθούσαν να καταστείλουν μια τουρκική εξέγερση, έλεγαν, και πραγματικά φοβήθηκα. Μεχρι την Κυριακή γνωρίζαμε πια ότι διεξαγόταν ένας πόλεμος… Δεν ήμουν καθήκον και βρισκόμουν στο διώροφο σπιτάκι μου που ήταν στην αυλή του Νοσοκομείου. Φόρεσα τη στολή μου και πήγα στο Νοσοκομείο. Παντού ένοπλοι, μερικοί ντυμένοι αστυνομικοί, αλλά οι περισσότεροι πολίτες, βρίσκονταν στην αυλή, στους διαδρόμους, στους θαλάμους ακόμα και μέσα στο χειρουργείο. Και οι τραυματίες! Το Νοσοκομείο κατακλυζόταν συνεχώς με τραυματίες που μετέφεραν ουρές αυτοκινήτων. Τοποθετούνταν ακόμα και στο πάτωμα των θαλάμων και των διαδρόμων. Διαμήνυσα σε όλες τις νοσηλεύτριες οι οποίες δεν είχαν καθήκον, να παρουσιαστούν αμέσως. Δουλέψαμε όλη την νύκτα, αλλά οι τραυματίες δεν σταμάτησαν να καταφθάνουν. Δεν βρήκαμε χρόνο ούτε για ένα τσάι(!) Υπήρχαν και Τούρκοι τραυματίες αλλά αυτοί μεταφέρονταν στη τουρκική συνοικία…»
Eδώ η συγγραφέας αποφεύγει να σχολιάσει τον τόσο μεγάλο αριθμό Ελλήνων θυμάτων-τραυματιών που η ίδια, μαζί με όλες τις άλλες νοσηλεύτριές της, περιέθαλψαν όλη τη νύκτα του Σαββάτου της 21ης Δεκεμβρίου 1963. Πώς, όμως, οι άοπλοι ομοεθνείς της, όπως ισχυρίζεται, που είχαν καταληφθεί εξαπίνης από την «άγρια επίθεση που εξαπέλυσαν οι Έλληνες» κατόρθωσαν να προκαλέσουν τόσο μεγάλες απώλειες στους Έλληνες;
Πιο κάτω στην αφήγησή της παραδέχεται ποια ήταν τα πραγματικά θύματα της εξέργεσης αυτής: «Επαναξιολόγησα την κατάσταση. Οι πυροβολισμοί αυξάνονταν συνεχώς και οι Έλληνες τραυματίες πλημμύριζαν το Νοσοκομείο…» (!)
Μέχρι την πρωτοχρονιά του 1964, όλοι οι Τούρκοι γιατροί, νοσηλευτές και παραϊατρικό προσωπικό αποχωρούν από όλα τα κυβερνητικά νοσοκομεία των πόλεων και τις ιατρικές υπηρεσίες και εγκαθίστανται στους τουρκικούς θυλάκους στελεχώνοντας δικά τους νοσοκομεία και ιατρικά κέντρα.
Ακολούθησαν μέσα στο 1964 οι γενικευμένες πια αιματηρές διακοινοτικές συγκρούσεις στις πόλεις και τα χωριά. Η κυπριακή κοινωνία βιώνει μια πρωτόγνωρη βία μεταξύ Ελλήνων και Τούρκων του νησιού. Δολοφονίες, τραυματισμοί, εμπρησμοί, ενέδρες. Τα θύματα πολλά και από τις δύο πλευρές. Τα κυβερνητικά νοσοκομεία σε όλες τις πόλεις βιώνουν και αυτά την αιματηρή αυτή σύγκρουση Ελλήνων και Τούρκων.
*(Πηγή: Κυπρίων ιατρών έργα- η ιατρική στην Κύπρο 1950-2015, Εκδόσεις Εν Τύποις)

Η κατάσταση που επικρατούσε στον τουρκικό τομέα Λευκωσίας
Η αδελφή Αζίζ μάς πληροφορεί και για την κατάσταση που επικρατούσε τις μέρες εκείνες του Δεκεμβρίου 1963 στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας:
«Όταν έφθασα στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας, ένας μπορούσε να διαπιστώσει ότι ο Ντενκτάς ήταν παντού. Ντυμένος με ένα μπουφάν κυνηγίου και ένα τζόκευ καπελλάκι στο κεφάλι οδηγούσε το μικρό του κόκκινο Φολξβάγκεν από φυλάκιο σε φυλάκιο εμψυχώνοντας τους άνδρες. Όλοι μας συμφωνούσαμε ότι αυτός ο άνθρωπος ήταν η ραχοκοκκαλιά της τουρκικής αντίστασης εκείνα τα τρομερά Χριστούγεννα».
Η Τουρκάν Αζίζ εξιστορεί με λεπτομέρεια και την οργάνωση των ιατρικών υπηρεσιών στον τουρκικό τομέα της Λευκωσίας τις μέρες που ακολούθησαν, με την ίδια να είναι η πρωταγωνίστρια της προσπάθειας αυτής.
«Κάθε βράδυ καθόμουν με το γιατρό Αydinoglu και προγραμματίζαμε την αποκατάσταση των τραυματιών, πού θα τους στέλλαμε κ.λ.π …. Σε κανένα-δύο μήνες αποφασίσθηκε να δημιουργηθεί ένα κανονικό νοσοκομείο με χειρουργείο και κρεβάτια… Οι γιατροί μαζί με αρχιτέκτονες και άλλους λειτουργούς υγείας αποφάσισαν ότι το καμένο από την εποχή της τρομοκρατικής Ε.Ο.Κ.Α. εργοστάσιο τσιγάρων «Ardath»(σημ. Το εργοστάσιο «Ardath» είχε καταληφθεί και πυρποληθεί από τους Τούρκους στασιαστές), στο δρόμο προς την Κερύνεια, ήταν η επιλογή τους. Ήταν μεγάλο, ευρύχωρο, διώροφο και οπωσδήποτε καλύτερο απ’ αυτό που χρησιμοποιούσαμε μέχρι τότε…. Σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα ήταν έτοιμο για να μας δεχθεί. Μας φαινόταν τόσο επιβλητικό που νομίζαμε ότι ήταν σαν το «Λήδρα Πάλας…!»
Mε τα γεγονότα αυτά διαταράχτηκε ο θεσμός των Συμφωνιών που ήθελε τον Υπουργό Υγείας να είναι Tούρκος, αφού ο Νιαζί Μανιέρα αποχώρησε από τη θέση του, και έτσι στις 30 Ιουνίου 1964 ανέλαβε Υπουργός Υγείας η νομικός Στέλλα Σουλιώτου. Το Σεπτέμβριο του 1965 η τουρκική κυβέρνηση αντικατέστησε τον ιστορικό ηγέτη των Τούρκων της Κύπρου, γιατρό Φαζίλ Κουτσιούκ, με τον εξτρεμιστή Ραούφ Ντεκντάς, επειδή δε συναινούσε στην πολιτική της για δημιουργία δύο κρατών στο νησί.
Ο τ/κ τηλεφωνητής στο Νοσοκομείο Λευκωσίας
Ο Μitat Özer διορίστηκε τηλεφωνητής στο Γενικό Νοσοκομείο το 1960 και εργάστηκε μέχρι το Δεκέμβριο 1963, όταν ξέσπασαν οι δικοινοτικές ταραχές. Mας διηγείται σε άψογα ελληνικά:
«Μεγάλωσα στη Λευκωσία. Ήταν η δεκαετία του 1950. Μικροί παίζαμε ποδόσφαιρο στις αλάνες κοντά στις πολυκατοικίες Νεαπόλεως-Ομορφίτας. Φίλοι μου ήταν ο Νίκος και ο Γιώργος που ήταν αδέλφια. Οι πολυκατοικίες είχαν κτιστεί από τους Εγγλέζους (αποικιακή κυβέρνηση) και οι ένοικοι ήταν φτωχές οικογένειες, Έλληνες και Τούρκοι, οι οποίοι ζούσαν μαζί. Εγώ με την οικογένειά μου μέναμε στην οδό Γιαν Σματς (Jan Christiaan Smuts (1870-1950), Νοτιοαφρικανός πολιτικός, στρατιωτικός και φιλόσοφος, διετέλεσε προθυπουργός της Νοτίου Αφρικής), και η οικογένεια του Νίκου και Γιώργου, λίγο πιο κάτω, στην οδό Ναούσης. Περνούσαμε πολύ ωραία. Παίζαμε κάθε μέρα ποδόσφαιρο, σκατούλλικα, τριαππιδκια και άλλα. Μετά, αυτοί έφυγαν με την οικογένειά τους. Μεσολάβησεν ο αγώνας της ΕΟΚΑ και το 1958 οι ‘φασαρίες’ μεταξύ μας. Ξανασυναντηθήκαμε, όμως, λίγα χρόνια αργότερα, όταν το 1960 διορίστηκα τηλεφωνητής στο Γενικό Νοσοκομείο Λευκωσίας και ο Γιώργος ήταν ήδη νοσοκόμος που είχεν εκπαιδευθεί στην Αγγλία. Μετά από δύο χρόνια ήρθε και ο αδελφός του Νίκος Ιωάννου, ο οποίος σπούδασε ιατρική στην Αθήνα. Οι σχέσεις του προσωπικού του Νοσοκομείου ήταν άριστες. Εμένα μου άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο. Οργανώσαμε και ομάδα του προσωπικού και παίζαμε με διάφορες αγροτικές ομάδες στα διάφορα χωριά. Ήμουν ο κάπτεν (αρχηγός) της ομάδας του Γ.Ν.Λ. n και μαζί μου έπαιζαν οι Χαμάλης, Παιξούμενος και άλλοι. Αργότερα αγωνίσθηκα και με την πομάδα της Çetinkaya.
Δύο ευτράπελα της εποχής εκείνης που βίωσε ο Μitat Özer στο Γ.Ν.Λ. και μας διηγήθηκε, ήταν όταν μια μέρα, ο νεκροτόμος Θεοδόσης δεν ενέδωσε στην απαίτηση του δημοσιογράφου Νίκου Σαμψών και τριών συνοδών του να τους επιτρέψει να φωτογραφίσουν κάποιον νεκρό, τότε αυτοί παραβίασαν με μια κλωτσιά την πόρτα του νεκροτομείου, μπήκαν μέσα και πήραν τις φωτογραφίες που ήθελαν!
«Παρακολούθησα την όλη σκηνή γιατί ο τηλεφωνικός θάλαμος που εργαζόμουν ήταν δίπλα από το νεκροτομείο», θυμάται ο Mitat.
Ένα άλλο συμβάν που μας περιγράφει ο ίδιος ήταν «όταν μια μέρα ερχόμενος στη δουλειά μου, κάποιος μέσεντζερ, που λεγόταν Ταλιαδώρος, προσπάθησε να μου κάνει σωματική έρευνα, προσποιούμενος ότι με χαιρετούσε, χαριεντιζόμενος και ψηλαφώντας με σε όλο το σώμα. Τώρα που το θυμάμαι, γελώ για τα χάλια όλων μας, αλλά τότε προσβλήθηκα πολύ».
Ο Μitat Özer στα 77 του χρόνια σήμερα, είναι συνταξιούχος τραπεζικός υπάλληλος και κατοικεί στην κατεχόμενη Λευκωσία. Επισκέπτεται τακτικά τους παιδικούς του φίλους, γιατρό ορθοπεδικό Νίκο Ιωάννου και τον αδελφό του Γιώργο Ιωάννου, συνταξιούχο νοσηλευτή.


