Το επόμενο χρονικό διάστημα, ο τόπος της μαζικής εκτέλεσης των 70 και πλέον άμαχων Ασσιωτών θα έχει γίνει οικοδομικό «project», εξαλείφοντας κάθε μελλοντική πιθανότητα απόδοσης τιμής στον χώρο του μαρτυρίου. Εξαλείφοντας, όμως, και την μνήμη;
Η περιοχή αυτή που απεικονίζεται στις φωτογραφίες που τράβηξα το προηγούμενο Σάββατο, βρίσκεται στα δεξιά του παλαιού δρόμου που οδηγούσε κάποτε προς την Αμμόχωστο περνώντας από την Τύμπου (εκεί όπου βρίσκεται σήμερα το παράνομο αεροδρόμιο των κατεχομένων) προς τα αιματοβαμμένα, κατά τον Αύγουστο του 1974, χωριά του κάμπου της Μεσαρκάς – και κυρίως την Άσσια (από τη βία, χωρίς όρια, που ασκήθηκε από τη Μια Μηλιά μέχρι και το τόξο Αφάνειας-Άσσιας-Στρογγυλού, σε 13 χωριά, καταμετρήθηκαν, το 1974, 428 αγνοούμενοι, εκ των οποίων οι 244 ήταν άμαχοι πολίτες).
Ο τόπος αυτός ονομάζεται Ορνίθι. Μέχρι το 1960, ήταν ένα μικρό χωριό στο οποίο κατοικούσαν μόλις 18 άτομα, που στη συνέχεια εγκαταλείφθηκε – ελάχιστες παλιές, διάσπαρτες μέσα στα χωράφια, πλινθόκτιστες κατοικίες αποδεικνύουν την ερήμωση δεκαετιών. Προχωρώντας μέσα από ένα μικρό -ασφαλτοστρωμένο πια- δρομάκι το οποίο εφάπτεται μιας νεόκτιστης οικοδομής, λίγα μέτρα πιο πέρα, στα αριστερά, και με τις πρόσφατα τοποθετημένες ψηλά, επάνω σε στύλους, από τους ιδιοκτήτες της συγκεκριμένης γεωργικής έκτασης (νόμιμους; Ποιος ξέρει!), δέκα περίπου καμερών, ώστε να καταγράφουν βιντεοσκοπώντας ποιος περνά από εκεί και τι ακριβώς κάνει, βρίσκεται ο τόπος μαρτυρίου και τα υπολείμματα οστών 70 περίπου άμαχων -Ασσιωτών κυρίως, αλλά και κάποιων ανδρών από το Νέο Χωριό Κυθρέας και την Αγκαστίνα- που, έως σήμερα, αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα σύγχρονα μαζικά εγκλήματα πολέμου που συνέβησαν ποτέ από τον Τουρκικό στρατό.
Όπως διαφαίνεται από τα νέα στοιχεία, πλέον η συγκεκριμένη περιοχή -«μάρτυρας» της μαζικής αυτής δολοφονίας, εκεί όπου, υπό άλλες συνθήκες, θα είχε κτιστεί μνημείο τιμής και «υπενθύμισης»- αναπτύσσεται: Ήδη σκεπάστηκαν οι μεγάλοι λάκκοι που άφησαν οι εκσκαφείς το 2009 κατά την προσπάθεια ανεύρεσης των λειψάνων, κυρίως σε δύο πηγάδια αλλά και στον χώρο περιμετρικά τους, το έδαφος είναι επίπεδο, και πλέον ρίχτηκαν τα πρώτα μπετά.
Άλλωστε, μία ταμπέλα-διαφήμιση στραμμένη προς στο δρόμο δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το τι πρόκειται να συμβεί το επόμενο χρονικό διάστημα, «διαγράφοντας», έτσι, μια και καλή, τουλάχιστον ως προς την εικόνα αλλά και την απόδοση φόρου τιμής των συγγενών των νεκρών, την μαζική δολοφονία των 70 και πλέον αμάχων του 1974: «Ornithi Project». Είναι προφανές, λοιπόν, πως, πάνω από τον χώρο ανεύρεσης των λειψάνων, θα οικοδομηθούν σύντομα νέες κατοικίες – είναι κι αυτός, άλλωστε, ένας τρόπος «εξάλειψης» του παρελθόντος και της θύμησης. Λίγο πιο πίσω από τον χώρο του εγκλήματος, βρίσκεται ένα παλιό σπίτι κι ένας ψηλός φοίνικας, στον κορμό του οποίου, αν παρατηρήσει κάποιος, θα δει διάσπαρτες τρύπες (σύμφωνα με μαρτυρίες των Ασσιωτών, μετά το έγκλημα οι Τούρκοι «γιόρταζαν» το κακό πυροβολώντας στον αέρα, αλλά και επάνω στο δέντρο, ζητωκραυγάζοντας – «οι τρύπες στο δέντρο είναι οι σφαίρες που έχουν ριφθεί!», όπως μου αναφέρει Ασσιώτης). Πιθανόν να περιμένουν κι αυτά τη σειρά τους για να ισοπεδωθούν το επόμενο χρονικό διάστημα και να γίνουν έδαφος κατάλληλο για ανάπτυξη του επικείμενου «project», ώστε η βεβήλωση των όποιων εναπομεινάντων οστών -αλλά και της ιστορικής μνήμης- να ολοκληρωθεί. Κάποιοι, ίσως, σκεφτούν απλοϊκά: «Και θα μπορούν οι μελλοντικοί αγοραστές των επαύλεων να “συμβιώνουν” με 70 οστά δολοφονημένων στο υπέδαφος;». Και ποιος, άραγε, θα τους πει την Ιστορία;

Η μαζική εκτέλεση των αμάχων Ασσιωτών
21 Αυγούστου 1974. Είναι η μέρα κατά την οποία γίνεται η μαζική εκκαθάριση της Άσσιας από τον Τουρκικό στρατό και οδηγούνται βίαια όλοι οι κάτοικοι στην κεντρική πλατεία, μπροστά από την εκκλησία του Τιμίου Προδρόμου (σημερινό τζαμί). Από αυτούς, γίνεται διαχωρισμός των γυναικόπαιδων και των γηραιότερων από τους νεότερους άνδρες, οι οποίοι οδηγούνται, τελικά, στο Γκαράζ Παυλίδη, στη Λευκωσία.
Στο βιβλίο του Ρόνι Αλάσορ, «Διαταγή Εκτελέστε τους Αιχμαλώτους» (εκδόσεις Καστανιώτη, 2002), δημοσιοποιείται επίσημα, για πρώτη φορά και με λεπτομέρειες από αυτόπτη μάρτυρα, όσα θα συνέβαιναν λίγο μετά, κατά την μεταφορά των 70 και πλέον αμάχων ανδρών, από το Γκαράζ Παυλίδη, πίσω στην Μεσαορία, με ανατριχιαστικά ρεαλιστικό τρόπο, ίδιον της βαρβαρότητας των Τούρκων αξιωματούχων που «έδρασαν» στην περιοχή τον Αύγουστο του 1974: «…Σε λίγες μέρες, με τη δικαιολογία ότι δεν υπήρχε χώρος στο στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχαν μεταφέρει τους αιχμαλώτους, έφεραν πίσω στη μονάδα μας περίπου 70-80 Ελληνοκύπριους. Τότε βρισκόμασταν στην Αγυά. Εγώ, λόγω ειδικότητας, ήμουν κοντά στη σκηνή του διοικητή. Εκεί άκουσα συνομιλίες που έκανε μέσω ασυρμάτου ο διοικητής της μοίρας μας με τους ανωτέρους του. Ο διοικητής μας τους ρωτούσε “τι να κάνει τους αιχμαλώτους”. Ήταν ένα πρόβλημα για την μονάδα. Και η διατροφή τους αλλά, το κυριότερο, η φύλαξη τους. Η εντολή που πήρε ήταν η εξής: “Φορτώστε τους στο τραίνο!”. Όποιος άκουσε, αμέσως κατάλαβε ότι αυτό σήμαινε: “Εκτελέστε τους αιχμαλώτους!”. Όλοι ήξεραν ότι στην Κύπρο δεν υπάρχουν σιδηροδρομικές γραμμές, ούτε τραίνα {…} Το πρωί της επόμενης μέρας, ο διοικητής κάλεσε τον Μπιλάλ Γιλμάζ – αυτός ήταν ένας ρατσιστής και βάρβαρος λοχίας. Φώναξε κι εμένα, γιατί ήμασταν στην ίδια ομάδα. Μας πλησίασε ο λοχαγός, Ερτζάν Σαντίκ, και μας ρώτησε αν είμαστε παντρεμένοι ή όχι. Όταν εγώ απάντησα ότι είμαι παντρεμένος, με διέταξε να κατέβω. Έτσι, δεν πήγα μαζί τους. Ο λοχαγός, μαζί με τον Μπιλάλ Γιλμάζ και τον υπαξιωματικό Μουχαμέρ, πήραν τους αιχμαλώτους και τους οδήγησαν σε μια περιοχή που είχε τρία πηγάδια. Τα μάτια και τα χέρια τους ήταν δεμένα. Οι δικοί μας κρατούσαν αυτόματα Τόμσον. Το μέρος με τα τρία πηγάδια ήταν κοντά στα χωριά Αφάνεια και Τύμπου, κάτω από το δρόμο. Τους αιχμαλώτους τους οδήγησαν εκεί. Σε λίγο ακούστηκαν ριπές και πυροβολισμοί {…} Μετά από αυτά, ο Γιλμάζ ήρθε με ένα συνωμοτικό αλλά αυτάρεσκο ύφος και μου περιέγραψε την εκτέλεση. Καμάρωνε λες κι έκανε κανένα κατόρθωμα. Έλεγε: “Τους σκοτώσαμε, και αυτούς που χαροπάλευαν τους πετάξαμε μες στα πηγάδια! Να ήσουν από μια μεριά να ‘βλεπες πως ρίξαμε ένα χοντρό Ρωμιό στο πηγάδι. Έφθασε κατευθείαν στον πάτο. Ξέρεις τι πάταγο έκανε; Είχε μεγάλη πλάκα, το ευχαριστήθηκα!”. Αργότερα, ο διοικητής μας μίλησε στον ασύρματο: “Διαταγή εξετελέσθη. Τους φορτώσαμε στο τρένο!”».
Τα ευρήματα κατά την εκταφή που διενήργησε η Διερευνητική Επιτροπή για τους Αγνοούμενους στο Ορνίθι, το 2009, παρά την Τουρκική προσπάθεια απόκρυψης του εγκλήματος -κυρίως, μέσω της μετακίνησης των οστών από το Ορνίθι στο Δίκωμο, κατά το 1995-1996, προκειμένου να «εξαφανιστούν» τα ίχνη του εγκλήματος, σε χώρο ο οποίος παλιά χρησίμευε ως σκυβαλότοπος, και ο οποίος πλέον καλύφθηκε με χώμα- έχει επιβεβαιώσει την εγκυρότητα της συγκεκριμένης μαρτυρίας, καθώς και άλλων μαρτυρίων που κατείχε η Διερευνητική Επιτροπή, αφού η «επιχείρηση απόκρυψης των τεκμηρίων» δεν φάνηκε να «πέτυχε» εντελώς, με αποτέλεσμα να υπήρχαν «υπολείμματα οστών» στο Ορνίθι που μαρτυρούσαν ακριβώς τι είχε συμβεί εκείνο τον Αύγουστο.
Μία από τις πιο συγκλονιστικές λεπτομέρειες που προκύπτουν από τις μαρτυρίες, αφορά στην περιγραφή που έκανε ο εγκληματίας Γιλμάζ, ο οποίος είχε αναφέρει πως έριχνε «ακόμα και αυτούς που ήταν τραυματίες μέσα στα πηγάδια!», ενώ ο Ο. Σαατ που το 1974 υπηρετούσε στο 21ο Σύνταγμα Πυροβολικού, είχε πει: «{Μετά τις δολοφονίες} Όσοι μέναμε στην Αφάνεια, μπήκαμε σε κάποια τάξη. Εκπαιδευτής μας ήταν ο Μπιλάλ Γιλμάζ. Για γυμναστική, μας πήγαινε τροχάδην έξω από το χωριό, στην τοποθεσία που βρίσκονταν τα τρία πηγάδια. Ο λοχίας έβαζε το πόδι του πάνω στα καπάκια των πηγαδιών, που ήταν τώρα σφραγισμένα, και φώναζε: “Στρατιώτες, εδώ θάψαμε για πάντα τους εχθρούς μας, με τέτοιο τρόπο, που δε θα μπορέσουν να ξαναγυρίσουν ποτέ!”».
Δηλαδή, στον μαρτυρικό αυτό τόπο, όπου θα ξεκινήσουν σύντομα (;) οι κατασκευαστικές εργασίες, οι επιστρώσεις και ο… νέος «εξωραϊσμός», εν αναμονή των καινούργιων for sale οικοδομημάτων.


