30 Απριλίου, 2025
10:51 πμ

Ο γενετικός κώδικας δεν είναι κάτι που ο άνθρωπος μπορεί να ελέγξει ή κάτι για το οποίο φέρει ευθύνη. Οι γενετικές και άλλες εξετάσεις (ιατρικές, κλινικές, βιοχημικές, αιματολογικές, ακτινολογικές κ.λπ.) που  μπορεί να προβλέψουν ή να παραπέμψουν σε ενδεχόμενο ασθένειας στο μέλλον, απαγορεύονται για σκοπούς σύναψης ασφαλιστικών συμβολαίων, ξεκαθαρίζει η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής Κύπρου, υπογραμμίζοντας, παράλληλα, ότι «η δυσμενής διάκριση προσώπου λόγω γενετικής προδιάθεσης πρέπει και επιβάλλεται να θεωρείται εξίσου απαράδεκτη με τη διάκριση λόγω φυλετικών εθνικών ή άλλων χαρακτηριστικών».

Οι επιπτώσεις στη ζωή των ατόμων που αποκλείονται από ασφαλιστική κάλυψη λόγω γενετικών προδιαθέσεων ή λόγω εξετάσεων που καταδεικνύουν προδιάθεση για το μέλλον, οι περιορισμένες επιλογές πολιτών και η ραγδαία εξέλιξη της τεχνολογίας και των ιατρικών μεθόδων που μπορούν να προβλέψουν το πιθανό μέλλον ενός ανθρώπου, «μπορεί να μας οδηγήσουν στα άκρα», επισημαίνει σε σχετική «Γνώμη» της η Εθνική Επιτροπή Βιοηθικής.

Η «Γνώμη» της Εθνικής Επιτροπής Βιοηθικής, που δόθηκε χθες στη δημοσιότητα σχετικά με την απαίτηση, κάποιων ασφαλιστικών εταιρειών, για διενέργεια γενετικών και άλλων εξετάσεων πριν την σύναψη ασφαλιστικών συμβολαίων υγείας, αυστηρή και η απαγόρευση, στη βάση διεθνών και ευρωπαϊκών συμβάσεων, «κάθετη», (όπως και η Επιτροπή τη χαρακτηρίζει).

«Αυτή η τάση της γενετικής διάκρισης ήδη παρατηρείται εκ μέρους των ασφαλιστικών εταιρειών, οι οποίες, στο πλαίσιο καταγραφής του ιατρικού ιστορικού ενός υποψηφίου προς ασφάλιση θέτουν όρους, περιορισμούς και εξαιρέσεις από τις ασφαλιστικές καλύψεις αναλόγως ιστορικού», αναφέρει η Επιτροπή και συνεχίζει: «Οι προγνωστικές πληροφορίες σχετικές με την υγεία μπορούν να βοηθήσουν τους επηρεαζόμενους να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης μιας νόσου με τη λήψη προληπτικών μέτρων. Κατά τον ίδιο όμως τρόπο οι εν λόγω πληροφορίες είναι δυνατό να χρησιμοποιηθούν από τους ασφαλιστές για τον υπολογισμό του ασφαλιστικού κινδύνου και των ασφαλίστρων. Όσοι είναι φορείς βεβαρημένου γενετικού κώδικα κινδυνεύουν να γίνουν θύματα διακρίσεων και αποκλεισμού».

Ορισμένες χώρες, σύμφωνα με την Επιτροπή, «έχουν θεσπίσει νομοθεσία που περιορίζει τη δυνατότητα των ασφαλιστικών εταιρειών να χρησιμοποιούν γενετικές πληροφορίες για τη λήψη αποφάσεων σχετικά με την ασφάλιση, προκειμένου να προστατευθεί η ιδιωτικότητα των ατόμων και να αποφευχθεί η διάκριση βάσει γενετικών ή/και βιολογικών παραγόντων».

Η Επιτροπή στηρίζοντας τη θέση της για απαγόρευση της διενέργειας των συγκεκριμένων εξετάσεων για σκοπούς ασφάλισης υγείας επικαλείται συγκεκριμένες ευρωπαϊκές συμβάσεις:

>> Στο άρθρο 11 της Σύμβασης του Οβιέδο, επισημαίνεται: «Απαγορεύεται κάθε μορφής διάκριση εις βάρος προσώπου επί τη βάσει του γενετικού κληρονομικού υλικού του».

>> Τα αποτελέσματα των γενετικών εξετάσεων είναι ευαίσθητα προσωπικά δεδομένα που αφορούν τα «βιολογικά σας προσωπικά δεδομένα». Πρέπει, συνεπώς, να θεωρούνται απόρρητα. Η προστασία αυτής της φύσεως κατοχυρώνεται με τον 3ο πρωτόκολλο της σύμβασης του Οβιέδο.

>> Επιπρόσθετα, σύμφωνα με το άρθρο 5 της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης, οι γενετικές εξετάσεις είναι δυνατό να πραγματοποιούνται κατόπιν παροχής ελεύθερης συναίνεσης του ενδιαφερόμενου αφού προηγηθεί ενημέρωση του ενδιαφερόμενου προσώπου.

>> Επιπλέον, το άρθρο 12 προνοεί ότι οι εξετάσεις που προβλέπουν την εμφάνιση γενετικών νόσων ή που χρησιμοποιούνται είτε για αναγνώριση του υποκείμενου ως φορέα γονιδίου υπεύθυνου για νόσο είτε την ανίχνευση γενετικής προδιάθεσης ή δεκτικότητας σε νόσο επιτρέπεται να διενεργούνται μόνο για λόγους υγείας και υπό την προϋπόθεση της κατάλληλης γενετικής συμβουλευτικής.

Επιπτώσεις στη ζωή του ατόμου που υποβάλλεται στις συγκεκριμένες εξετάσεις

Η κατ’ απαίτηση υποβολή σε γενετικές και όχι μόνο εξετάσεις, μπορεί να οδηγήσει σύμφωνα με την Επιτροπή σε:

–   «Δημιουργία διακρίσεων και αδικίας: Yψηλότερα ασφάλιστρα ή και άρνηση ασφάλισης, αφού πρόσωπα, καθ’ όλα υγιή τη στιγμή της διαδικασίας σύναψης του ασφαλιστικού συμβολαίου, κατατάσσονται σε διαφορετική κατηγορία ασφαλιζόμενων από εκείνη των υγιών γιατί λόγω της γενετικής προδιάθεσης τους ενδέχεται να εμφανίσουν μια ασθένεια σε κάποιο βάθος χρόνου.

–   Επιπλέον θεωρείται άδικο, γιατί κανένα άτομο δεν είναι υπεύθυνο για τον γενετικό του κώδικα (και είναι εκτός του ελέγχου του ατόμου) και τέλος είναι αδύνατο να υπάρξει απόλυτη βεβαιότητα στην προγνωστική ακρίβεια των γενετικών εξετάσεων για το κατά πόσο δηλαδή το άτομο θα παρουσιάσει οπωσδήποτε την ανωμαλία/ ασθένεια στο μέλλον.

–   Στιγματισμός και βλάβη στην αυτό- εκτίμηση του ατόμου: Υπάρχει σοβαρός κίνδυνος στιγματισμού του ατόμου λόγω της πιθανής γενετικής προδιάθεσης του να παρουσιάσει στο μέλλον κάποια ασθένεια ή ανωμαλία που πιθανόν να δημιουργηθεί από τον αποκλεισμό του από ασφαλιστική κάλυψη.

–   Παρά το γεγονός ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες είναι δυνατό να ζητούν και να ενημερώνονται αναφορικά με προγνωστικές εξετάσεις που ήδη προϋπάρχουν, δεν δικαιοδοτούνται να αιτούνται την περαιτέρω διενέργεια πρόσθετων προγνωστικών εξετάσεων, καθώς μια τέτοια ενέργεια προσβάλλει το δικαίωμα του προσώπου στην άγνοια.

–   Ο φόβος για αυξημένο ασφάλιστρο ή ακόμα και αποκλεισμού από ασφάλιση, μπορεί να οδηγήσει τον ενδιαφερόμενο να αποφύγει τη διεξαγωγή κατά τ’ άλλα χρήσιμων διαγνωστικών εξετάσεων.

–   Η σύναψη ασφαλιστικού συμβολαίου, έστω και ιδιωτικής φύσης, αποκλειστικά υπό το πρίσμα του υπολογισμού του ασφαλιστικού ρίσκου στη βάση του γενετικού ρίσκου είναι ασυμβίβαστη με την αρχή της αλληλεγγύης προς τον ασθενή, τον αδύνατο, τον κινδυνεύονταν».

«Δεδομένων των τεχνολογικών και ιατρικών εξελίξεων και την ολοένα και πιο ακριβή πρόβλεψη εμφάνισης μελλοντικών γενετικών παθήσεων εικάζεται ότι οι ασφαλιστικές εταιρείες θα οδηγηθούν στα άκρα δεδομένου ότι η επιχειρηματική τους αρχή βασίζεται στην εξισορρόπηση μεταξύ αβεβαιότητας και πρόβλεψης του ρίσκου πάνω σε κερδοσκοπική βάση», υπογραμμίζεται στη «Γνώμη». 

Δικαιώματα ασφαλιστών και ασφαλιζομένων

>> Ο ασφαλιστής δικαιούται να ερωτά και ο ασφαλιζόμενος υποχρεούται να απαντά σε ερωτήσεις ιατρικού ιστορικού, υφιστάμενων παθήσεων και τρόπου ζωής που σχετίζεται με την υγεία (π.χ. κάπνισμα, διατροφή, άσκηση κ.λπ.).

>> Ο ασφαλιστής δεν δικαιούται να ζητά σε προληπτική βάση την διενέργεια όχι μόνο γενετικών αλλά και οποιωνδήποτε άλλων ιατρικών και εργαστηριακών εξετάσεων για τον εντοπισμό πιθανόν παθήσεων τις οποίες ο ασφαλιζόμενος αγνοεί κατά τη στιγμή της σύναψης του συμβολαίου.

>> Ο ασφαλιστής δικαιούται να ζητήσει τη διενέργεια ιατρικών εξετάσεων (αλλά εκ προοιμίου αποκλειομένων των γενετικών ή άλλου είδους βιοχημικών, αιματολογικών κ.λπ. εξετάσεων που μπορούν να καθορίσουν γενετική προδιάθεση) αυστηρά και μόνο εάν οι πληροφορίες που του παρέχει ο ασφαλιζόμενος του δημιουργούν την εύλογη υποψία για την ύπαρξη κάποιας πάθησης που θα τον κατέτασσε σε ομάδα υψηλού ασφαλιστικού κινδύνου.

>> Σε καμία περίπτωση ο ασφαλιστής δεν νομιμοποιείται να ζητήσει τη διενέργεια γενετικών εξετάσεων είτε σαν καθιερωμένη πρακτική ιατρικής ρουτίνας, είτε για τη διερεύνηση υποψίας στη βάση της πληροφόρησης που έλαβε από τον ασφαλιζόμενο. 

>> Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο «αποκλείονται και άλλου είδους μη γενετικές εξετάσεις που όπως και οι γενετικές εξετάσεις μπορούν να καθορίσουν πιθανή γενετική προδιάθεση του ατόμου για μελλοντική ανάπτυξη κάποιας πάθησης».

Τέλος, η Επιτροπή επισημαίνει ότι «παρ’ όλο που τα συμβαλλόμενα μέρη θεωρούνται ισότιμα στην πράξη, αυτό ισχύει μόνο κατ’ όνομα, αφού ο ασφαλιζόμενος δεν έχει καμία δυνατότητα να διαπραγματευτεί τους όρους του συμβολαίου. Για τον λόγο αυτό θεωρείται αναγκαίο όπως προστατευτεί το αδύναμο μέρος που είναι ο ασφαλιζόμενος με μια σειρά από εξισορροπητικά μέτρα» και ξεκαθαρίζει ότι «από τη μια ο ασφαλιστής πρέπει να παρέχει όλες τις σχετικές πληροφορίες σχετικά με την κάλυψη που προσφέρει και από την άλλη ο ασφαλιζόμενος πρέπει να παρέχει όλες τις πληροφορίες που αφορούν ή σχετίζονται με την υγεία του κατά τη στιγμή της σύναψης του ασφαλιστικού συμβολαίου».

Exit mobile version