Η σκηνική παρουσίαση του διηγήματος του Δημήτρη Χατζή «Μαργαρίτα Περδικάρη» από τον ΘΟΚ: «Μαργαρίτα for ever», σε σκηνοθεσία Νικολέττας Βερύκιου και Έλενας Παυλίδου.
Ας επισημανθεί, κατ’ αρχήν, η ευπρόσδεκτη σκηνική παρουσίαση από τον ΘΟΚ κατά τη διάρκεια του φετινού Νοεμβρίου του εμβληματικού διηγήματος του Δημήτρη Χατζή (1913-1981), που περιλαμβάνεται στη διηγηματική του συλλογή Το τέλος της μικρής μας πόλης και η οποία πρωτοεκδόθηκε το 1953 στη Ρουμανία, σε μιαν από τις τρεις χώρες της αυτοεξορίας του.
Το ανέβασμα του δραματοποιημένου εν λόγω διηγήματος προοριζόταν σε μερικές παραστάσεις τόσο για το κοινό όσο και για τα σχολεία στο πλαίσιο της δράσης «Θέατρο Βαλίτσα», εφόσον και αποτελούσε άλλοτε αντικείμενο διδασκαλίας στο μάθημα των Νέων Ελληνικών.
Υπενθυμίζουμε ότι η ιστορία είναι εμπνευσμένη από βιωματικές μνήμες του συγγραφέως, που ανάγονται στην εποχή της Γερμανικής κατοχής. Η πρωταγωνίστρια δεν είναι άλλη από την Αρσακειάδα εξαδέλφη του Μαργαρίτα Μολυβάδα, η οποία επιστρέφοντας ως δασκάλα στη γενέτειρά της τα Γιάννενα, εντάχθηκε στην Αντίσταση και σκοτώθηκε από τους Γερμανούς λίγο πριν την απελευθέρωση, το καλοκαίρι του 1944, όχι διά τουφεκισμού, όπως διηγηματικά αναφέρεται, αλλά μετά από φρικτά βασανιστήρια.
Η οικογένεια των Περδικάρηδων είναι προϊόν συγγραφικής μυθοπλασίας, όπου η ενσυναίσθηση των πονεμένων και κατατρεγμένων συνανθρώπων από τους κατακτητές, η αφύπνιση του επαναστατικού φρονήματος και η ενσυνείδητη θυσία της ηρωίδας για την πατρίδα αντιπαρατίθενται όχι μόνο στην ιδιοτέλεια και την ταξική αλαζονεία του ερμητικά κλειστού συγγενικού της περίγυρου αλλά και στη σήψη της συναλλακτικής διαφθοράς, της ηθικής κατάπτωσης και του δωσιλογισμού.
Ο θείος της και αρχηγός της οικογένειας, ο «ιατροφιλόσοφος» Περικλής, ως αρχιχαφιές, προκειμένου να απαλλαγεί από το κομμουνιστικό στίγμα θα την καταδώσει στον Μητροπολίτη, για να την οδηγήσει στα σκοτεινά κυκλώματα των συνεργατών του, την Ελληνική αστυνομία και την γκεστάπο. Η εσφαλμένη πεποίθησή του ότι θα ομολογούσε τους συντρόφους της και θα γλύτωνε η ίδια είχε διαψευσθεί παταγωδώς.
Ο ηρωικός θάνατος της Μαργαρίτας κάτω από τα Γερμανικά πυρά της εκτέλεσής της σηματοδοτεί με τον πικρό-ειρωνικό αποχαιρετισμό της τελευταίας της λέξης «Καληνύχτα ντε!…» την κατάρρευση του σαθρού οικοδομήματος, εν προκειμένω της υπό διάλυση εκφυλισμένης οικογένειας και μαζί τη συμβολική ανάδυση ενός καινούργιου υποσχόμενου κόσμου. Καθότι η Μαργαρίτα Περδικάρη, απελευθερωμένη από το μίασμα του ασφυκτικού οικογενειακού κλοιού, των ψευδεπίγραφων ηθών και της θνησιγενούς παρακμής εκπροσωπεί κατά συνεκδοχήν τη γενναία αντίσταση όλων των τότε γυναικών εναντίον του ναζισμού, όπως και των αντάξιων διαδόχων τους στα όποια αναφυόμενα ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Αντιληπτή, επομένως, η πρόθεση να τονιστεί η συνέχιση του αγωνιστικού αντιστασιακού προτύπου, όμως η μετάλλαξη του πρωτότυπου τίτλου σε «Μαργαρίτα for ever», ατυχώς όχι μόνο τον αποδυνάμωνε αλλά ο λαϊκισμός της «αγγλικούρας» τον γελοιοποιούσε σε παιγνιώδες επίπεδο γλωσσικής και θεατρικής αντιαισθητικής. Εάν, ενδεχομένως, οι συντελεστές της παράστασης είχαν κακώς την έμπνευση του δελεαστικού αγγλόφωνου συνθήματος για τους μαθητές, χάθηκαν, κύριοι ιθύνοντες του Δ.Σ. του ΘΟΚ και επαΐοντες της Νεοελληνικής μας Γραμματείας, οι Ελληνικές λέξεις της μετονομασίας του, εάν έπρεπε ο αυθεντικός τίτλος του ιστορικο-κοινωνικού διηγήματος να διασκευαστεί και όχι να εκχυδαϊστεί;
Αντί της πολυανεβασμένης δραματοποίησης του Γεράσιμου Σταύρου και από τον ΘΟΚ το 1976 «Καληνύχτα Μαργαρίτα», θα μπορούσε να ήταν μέσα από το ίδιο το κείμενο το «Χαίρε Μαργαρίτα», που απευθύνουν στην ηρωίδα οι δύο της σύντροφοι, ο Νικόλας και η Αγγελικούλα, όταν αποχωρίζονται. Ένα «Χαίρε» πολυσημίας, που δεν έχει απλώς την έννοια του τυπικού και παροδικού χαιρετισμού, αλλά προπάντων της επευφημίας της πράξης και της εσαεί εύφημης μνείας της.
Ευνόητη επίσης η αφαιρετική λιτότητα της διασκευής-σκηνοθεσίας της Νικολέττας Βερύκιου και της Έλενας Παυλίδου, που υποδύθηκαν πολλαπλούς γυναικείους και αντρικούς ρόλους του πολυπρόσωπου έργου πίσω από σακάκια και φορέματα είτε περνώντας τα χέρια από μανίκια κοστουμιών ή μαθητικών ποδιών εποχής και φορώντας άσπρους φιογκάτους γιακάδες. Ευφυές το εύρημα με τους εύληπτους συμβολισμούς των άδειων ενδυμάτων από ανθρώπους της ηθικής γύμνιας και του εξαθλιωτικού εκπεσμού, αν το ξεκρέμασμα και το κρέμασμα κρεμασταριών δεν ήταν κουραστικό για τον θεατή και αν το σκηνικό δεν παρέπεμπε σε γκαρνταρόμπα, εργαστήριο ραπτικής και θεατρικό βεστιάριο.
Παρότι δεν είμαι υπέρμαχος του υβριδικού θεάτρου των βιντεο-παρεμβάσεων, εντούτοις η προβολή του αρχοντικού των Περδικάρηδων και του Αρσακείου, του βουνού της αντίστασης και του υπογείου της πολυγράφησης θα προσέδιδε τοπικό χρώμα εναλλαγής στην παράσταση.
Δεν παραλείπουμε να υπογραμμίσουμε ότι και οι δύο σκηνοθέτιδες-ηθοποιοί απέδωσαν με τους ανάλογους ερμηνευτικούς ρυθμούς της υποκριτικής, της φωνητικής και της κινησιολογίας τόσο τους χαρακτήρες στην τεταμένη οικογενειακή ατμόσφαιρα όσο και τη μεταμόρφωση της Μαργαρίτας από την πειθήνια μαθήτρια στη νεαρή δασκάλα της εγρήγορσης και τη συνειδητοποιημένη γυναίκα των αγωνιστικών διεκδικήσεων. Είναι βέβαιο ότι θα μετέδωσαν τα διαχρονικά μηνύματα στους έφηβους μαθητές των σχολείων μας.



