Παραδόξως, η είδηση δεν προσέχθηκε ιδιαίτερα ούτε στην περιοχή μας, αν και θα έπρεπε.
Στο πλαίσιο των περικοπών που εξήγγειλε αλλά και της χρόνιας απαρέσκειας των ΗΠΑ για τον τρόπο με τον οποίο κινείται πλέον ο ΟΗΕ σε πάρα πολλά ζητήματα, η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ προτείνει δια του Γραφείου Προϋπολογισμού του Λευκού Οίκου, τη μη καταβολή της – υποχρεωτικής – συνεισφοράς των ΗΠΑ για τις ειρηνευτικές αποστολές του ΟΗΕ.
Πώς μεταφράζεται αυτό πρακτικά; Από τις ΗΠΑ προέρχεται η μεγαλύτερη με διαφορά συνεισφορά κράτους στους προϋπολογισμούς των Ηνωμένων Εθνών. Η Ουάσινγκτον καταβάλλει το 27% του προϋπολογισμού των 5.6 δισεκατομμυρίων για τις ειρηνευτικές αποστολές, όπως και το 22% του βασικού τακτικού προϋπολογισμού του Οργανισμού, ύψους 3.7 δισεκατομμυρίων δολαρίων.
H εξαγγελία έρχεται σε συνέχεια της ανακοίνωσης του Λευκού Οίκου, το Φεβρουάριο ότι οι ΗΠΑ αποχωρούν από το αμφιλεγόμενο Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ (UNHRC). Tο Σώμα ελέγχεται επί της ουσίας από μη δημοκρατικά κράτη τα οποία, μεταξύ πολλών άλλων, το 2023, έδωσαν στο Ιράν, το πιο σκοτεινό ίσως καθεστώς του πλανήτη, την Προεδρία του UNHRC. Η τακτική του Σώματος χαρακτηρίζεται από μια εμμονική συμπεριφορά έναντι του Ισραήλ το οποίο είναι το μοναδικό κράτος με τριψήφιο αριθμό καταδικαστικών ψηφισμάτων, 108 συνολικά, με δεύτερη τη Συρία του Άσαντ με μόλις… 45. Η Βόρειος Κορέα έχει 17, το Ιράν 15, το Αφγανιστάν 4 η δε Τουρκία, όπως και πολλά δικτατορικά καθεστώτα ούτε και μία καταδίκη.
Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν τότε ότι επανεξετάζουν τη συμμετοχή τους στην UNRWA, την Υπηρεσία Αρωγής και Έργων του ΟΗΕ για τους Παλαιστινίους Πρόσφυγες στην Εγγύς Ανατολή, η χορηγία στην οποία είχε παγώσει από το 2024 επί Μπάιντεν λόγω της αποκάλυψης για τη στελεχών και αξιωματούχων της στις σφαγές της 7η Οκτωβρίου αλλά και την ευρεία χρήση των εγκαταστάσεων της για τις τρομοκρατικές δραστηριότητες της Χαμάς. Παράλληλα, η Ουάσινγκτον επανεξετάζει και τη συμμετοχή της στην UNESCO, εκεί όμως επικαλείται, πέρα από την μεροληπτική – όπως λέει – στάση έναντι του Ισραήλ και την αποτυχία του Οργανισμού να δώσει ικανοποιητικές εξηγήσεις για κακώς κείμενα οικονομικής φύσης, πρωτίστως δε ζητημάτων διαχείρισης των πόρων της.
Η ρήξη των ΗΠΑ με τον ΟΗΕ δεν είναι θέμα που έχει να κάνει με τον Τραμπ, όπως οι περισσότεροι νομίζουν. Έχει να κάνει με πολλά ζητήματα και με την προσπάθεια άλλων δυνάμεων, κυρίως της Κίνας και της Ρωσίας, να περιορίσουν το ρόλο των Ηνωμένων Πολιτειών στον Οργανισμό αλλά και διεθνώς, κάτι που η Ουάσινγκτον δεν είναι διατεθειμένη να ανεχτεί.
Οι επικριτές της σκληρής γραμμής του Τραμπ λένε πως η τακτική που ακολουθείται θα οδηγήσει στην απομόνωση των ΗΠΑ αλλά ενδεχομένως και σε κάτι ακόμη χειρότερο: το άρθρο 19 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ λέει πως ένα κράτος – μέλος το οποίο καθυστερεί την καταβολή των εισφορών του σε ποσό που ισούται ή υπερβαίνει τις εισφορές που οφείλονται για τα δύο προηγούμενα έτη μπορεί να χάσει την ψήφο του στη Γενική Συνέλευση.
Η απάντηση των υποστηρικτών αυτής της γραμμής είναι πως ελάχιστες χώρες θα αποτολμούσαν μια τέτοια κίνηση εναντίον των ΗΠΑ, δεδομένης της οικονομικής τους δύναμης και του ενδεχομένου οι δασμοί που επέβαλε η κυβέρνηση Τραμπ να αυξηθούν ακόμα περισσότερο και σ’ αυτούς να προστεθούν και άλλοι περιορισμοί. Που κι αυτό από μόνο του δεν είναι απλό καθώς θα υπάρξουν αντίποινα και η οικονομία των ΗΠΑ δεν θα μείνει ανεπηρέαστη.
Ωστόσο, λογικό είναι πως ούτε ο ΟΗΕ θα ήθελε να ρισκάρει περαιτέρω ρήξη με την Ουάσινγκτον. Η αποχώρηση της ισχυρότερης χώρας του πλανήτη, μαζί και της μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου, από Σώματα του ΟΗΕ και, εάν υπάρξει ολική ρήξη από τον ίδιο τον Οργανισμό – κάτι που κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει – θα είναι πολύ μεγάλο πλήγμα στην εικόνα του ΟΗΕ. Και θα είναι καθοριστικό σε πολλά επίπεδα σε έναν Οργανισμό ο οποίος έχει εδώ και χρόνια χάσει το εκτόπισμα, και σε πολλά των θεμάτων, την αμεροληψία και την ουδετερότητά του. Έναν οργανισμό ο ρόλος του οποίου δεν είναι πια σημαντικός στα μεγάλα προβλήματα και ο οποίος πολύ πιο εύκολα πια μπορεί να περάσει σε πολύ χειρότερη της σημερινής τους μοίρας, ειδικά εάν αποχωρήσουν οι ΗΠΑ.
Όσο για τις ειρηνευτικές αποστολές, εννέα συνολικά και συγκεκριμένα στην Κύπρο, το νότιο Λίβανο, τα σύνορα Συρίας – Ισραήλ, το Μάλι, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Νότιο Σουδάν, τη Δυτική Σαχάρα, το Κόσοβο και το Αμπέι μια περιοχή που διοικείται από κοινού από το Νότιο Σουδάν και το Σουδάν, τα πράγματα θα είναι δύσκολα εάν όντως διακοπεί η χρηματοδότησή τους από τις ΗΠΑ και χαθεί το 1.5 δισεκατομμύριο που καταβάλλουν ετησίως. Το ποσό δεν είναι αστρονομικό βέβαια αλλά είναι μεγάλο.
Το πιθανότερο είναι πως θα ακολουθήσει μια σκληρή παρασκηνιακή διαπραγμάτευση με τις ΗΠΑ να απαιτούν τη διόρθωση, με βάση τη δική τους βέβαια θέση, πραγμάτων που έχουν πάρει κακή ή και επιζήμια για το συμφέρον τους τροπή. Θα είναι ένα παζάρι με τα πλείστα από τα ενδεχόμενα έκβασής του απολύτως ανοιχτά.
Στην περίπτωση της Κύπρου, τα 18.6 από τα 56.2 εκατομμύρια δολάρια του προϋπολογισμού της UNFICYP (το 1/3 δηλαδή) καταβάλλονται από την Κυπριακή Δημοκρατία, ενώ άλλα 6.5 πληρώνονται από την Ελλάδα. Όσον αφορά τις ΗΠΑ καταβάλλουν γύρω στα 15 εκατομμύρια ετησίως.
Ενδεικτικό και αυτό των προβλημάτων του διεθνούς Οργανισμού σε όλα τα επίπεδα είναι πως, η Τουρκία δεν συνεισφέρει ούτε και ένα δολάριο στον προϋπολογισμό της ειρηνευτικής δύναμης.