21 Σεπτεμβρίου, 2025
9:30 μμ

Ανάλυση

Σύμφωνα με τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που δημοσιεύθηκαν τον Ιούλιο του 2025 στην ετήσια έκδοση Key figures on Europe – 2025 edition, η Κύπρος κατέχει μια ιδιαίτερα αρνητική πρωτιά.

Είναι το μοναδικό κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπου οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, το 2023, καταγράφηκαν αυξημένες σε σχέση με το 1990.

Ενώ η ΕΕ στο σύνολό της έχει μειώσει τις εκπομπές κατά περίπου 37%, η Κύπρος παρουσίασε αύξηση σχεδόν 50%. Στα σχετικά στατιστικά στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας είναι το μόνο κράτος μέλος το οποίο εμφανίζεται με θετική απόκλιση, τη στιγμή που όλα τα υπόλοιπα κράτη μέλη έχουν σημειώσει σημαντικές μειώσεις, με χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία ή ακόμη και η Βουλγαρία να εμφανίζουν επιδόσεις που συνάδουν με τους ενδιάμεσους ευρωπαϊκούς στόχους για το 2030.

Η εικόνα αυτή δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη, καθώς φανερώνει όχι μόνο την αδυναμία προσαρμογής στις ευρωπαϊκές πολιτικές, αλλά και την έλλειψη εσωτερικής στρατηγικής συνέπειας.

Οι λόγοι για την αύξηση

Η αύξηση των εκπομπών στην Κύπρο δεν οφείλεται σε έναν μόνο παράγοντα, αλλά σε συνδυασμό αδυναμιών και καθυστερήσεων.

Στον τομέα της ηλεκτροπαραγωγής, η χώρα εξακολουθεί να εξαρτάται σχεδόν ολοκληρωτικά από ορυκτά καύσιμα. Σύμφωνα με τον δείκτη ενεργειακής εξάρτησης της Eurostat για το 2023, η Κύπρος καλύπτει πάνω από το 90% των ενεργειακών της αναγκών μέσω εισαγωγών, κατατάσσοντάς την στις πιο εξαρτημένες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Η αδυναμία διαφοροποίησης των πηγών προμήθειας, σε συνδυασμό με την έλλειψη ενεργειακής διασύνδεσης με άλλα κράτη μέλη, περιορίζει τις δυνατότητες μείωσης εκπομπών και αυξάνει την τρωτότητα της χώρας απέναντι σε εξωτερικές κρίσεις. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει ότι η ενεργειακή στρατηγική δεν μπορεί να περιοριστεί μόνο στην αύξηση του μεριδίου ΑΠΕ, αλλά πρέπει να εστιάσει και στη μείωση της συνολικής εξάρτησης από εισαγόμενα καύσιμα μέσω τοπικών και διασυνδεδεμένων λύσεων.

Η ψηλή εξάρτηση της Κύπρου από εισαγόμενα ορυκτά καύσιμα σημαίνει ότι η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας συνοδεύεται από εκπομπές πολύ υψηλότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο ανά κιλοβατώρα.

Αν και η εγκατεστημένη ισχύς από ανανεώσιμες πηγές έχει αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, η πραγματική τους συνεισφορά παραμένει περιορισμένη, καθώς το σύστημα στερείται αποθηκευτικών υποδομών και δικτυακής ευελιξίας. Η καθυστέρηση στη δημιουργία έργων αποθήκευσης και η αργοπορία στις διαδικασίες αναβάθμισης του δικτύου στερούν τη δυνατότητα πλήρους ενσωμάτωσης της ηλιακής ενέργειας στο μίγμα. Ενδεικτικό είναι ότι άλλα κράτη μέλη της Νοτίου Ευρώπης, με συγκρίσιμη ηλιοφάνεια, έχουν ήδη αναπτύξει μηχανισμούς που επιτρέπουν υψηλά ποσοστά διείσδυσης ΑΠΕ με τη βοήθεια έξυπνων δικτύων και μεγάλων έργων αποθήκευσης.

Στον τομέα των μεταφορών η κατάσταση είναι ακόμη πιο δύσκολη. Η Κύπρος χαρακτηρίζεται από υπερβολική εξάρτηση από τα ιδιωτικά οχήματα, ενώ οι δημόσιες συγκοινωνίες παραμένουν περιορισμένες και αναποτελεσματικές.

Η ηλεκτροκίνηση κινείται με αργούς ρυθμούς, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους αγοράς ηλεκτρικών αυτοκινήτων και της απουσίας εκτεταμένων χρηματοδοτικών κινήτρων αλλά και λόγω του ελλειπούς δικτύου φόρτισης.

Παράλληλα, απουσιάζουν ουσιαστικά έργα σε εναλλακτικά καύσιμα, όπως το υδρογόνο ή τα βιοκαύσιμα, που θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις σε συγκεκριμένους τομείς. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι εκπομπές από τις μεταφορές όχι μόνο δεν μειώνονται, αλλά παρουσιάζουν σταθερή αύξηση, επιβαρύνοντας σημαντικά το συνολικό ισοζύγιο της χώρας. Σε αντίθεση, αρκετά κράτη μέλη έχουν εφαρμόσει προγράμματα επιδότησης στόλων και ανάπτυξης υποδομών φόρτισης τα οποία ήδη αποδίδουν αποτελέσματα.

Σημαντικό εμπόδιο αποτέλεσε και η έλλειψη μακροπρόθεσμου θεσμικού σχεδιασμού. Σε πολλές περιπτώσεις, οι πολιτικές για την ενέργεια και το περιβάλλον διαμορφώθηκαν αποσπασματικά, με αποτέλεσμα να αλλάζουν ανάλογα με τις κυβερνητικές προτεραιότητες. Η απουσία θεσμικής συνέχειας στέρησε από τη χώρα τη δυνατότητα να επενδύσει με συνέπεια σε καθαρές τεχνολογίες, αφήνοντάς την ουσιαστικά πίσω στην ευρωπαϊκή κούρσα. Οι χαμένες ευκαιρίες είναι πολλές, από την καθυστέρηση αξιοποίησης του φυσικού αερίου ως μεταβατικού καυσίμου, μέχρι την αδυναμία ανάπτυξης ώριμων έργων ΑΠΕ που να ενσωματώνουν αποθήκευση και ευφυή διαχείριση.

Τι πρέπει να γίνει;

Η αναστροφή αυτής της εικόνας απαιτεί συνδυασμένες παρεμβάσεις. Το φυσικό αέριο μπορεί να λειτουργήσει ως ενδιάμεση λύση, υπό την προϋπόθεση ότι θα συνοδευτεί από σαφή στρατηγική απεξάρτησης. Η ολοκλήρωση του τερματικού FSRU στο Βασιλικό μπορεί να μειώσει τις εκπομπές συγκριτικά με τα σημερινά καύσιμα, εφόσον όμως ενταχθεί σε μακροπρόθεσμο σχέδιο απανθρακοποίησης.

Το παράδειγμα άλλων χωρών δείχνει ότι χωρίς σαφή ορίζοντα, το φυσικό αέριο κινδυνεύει να εξελιχθεί σε νέα εξάρτηση και όχι σε γέφυρα. Συνεπώς, η χρήση του πρέπει να είναι χρονικά περιορισμένη και να λειτουργεί μόνο ως μέσο στήριξης της σταθερότητας του συστήματος.

Ακόμη πιο σημαντική είναι η ουσιαστική ενσωμάτωση των ΑΠΕ στο ενεργειακό μίγμα. Η ανάπτυξη έργων αποθήκευσης μεγάλης και μικρής κλίμακας, η εφαρμογή τεχνολογιών έξυπνων δικτύων και η επιτάχυνση των διαδικασιών αδειοδότησης είναι βασικές προϋποθέσεις.

Ένα σταθερό και ανθεκτικό δίκτυο θα αποτελέσει το θεμέλιο για την περαιτέρω διείσδυση της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.

Ιδιαίτερη σημασία έχει η πρόοδος στο έργο Great Sea Interconnector (GSI), το οποίο συνδέει την Κύπρο με το ευρωπαϊκό ηλεκτρικό δίκτυο. Το έργο αυτό δεν πρέπει να θεωρείται απλώς μια υποδομή μεταφοράς, αλλά ως εργαλείο στρατηγικής σημασίας που θα επιτρέψει στην Κύπρο να ξεπεράσει την ενεργειακή της απομόνωση.

Η διασύνδεση θα ενισχύσει την ασφάλεια εφοδιασμού, θα επιτρέψει μεγαλύτερη διείσδυση ΑΠΕ και θα μειώσει το κόστος εξισορρόπησης του συστήματος. Η θεσμική και ρυθμιστική υποστήριξη του GSI είναι απαραίτητη ώστε να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ενεργειακή μετάβαση, αλλά και ως εργαλείο ενσωμάτωσης της χώρας στον ευρωπαϊκό ενεργειακό σχεδιασμό.

Πέραν των δομικών παρεμβάσεων στον ενεργειακό εφοδιασμό, καθοριστικό ρόλο έχουν και συμπληρωματικά μέτρα που ενισχύουν τη μετάβαση και δημιουργούν νέα δυναμική στο σύστημα. Η καθαρή κινητικότητα απαιτεί δίκτυο φόρτισης, κίνητρα για στόλους και ενίσχυση συγκοινωνιών, ενώ υδρογόνο και βιοκαύσιμα προσφέρουν λύσεις όπου η ηλεκτροκίνηση δυσκολεύει. Η ψηφιοποίηση, με έξυπνους μετρητές, πλατφόρμες κατανάλωσης και ψηφιακά δίδυμα, βελτιώνει την αποδοτικότητα και μειώνει απώλειες. Οι ενεργειακές κοινότητες ενισχύουν συμμετοχή, ενώ η έρευνα και καινοτομία δημιουργούν τεχνογνωσία και εξαγώγιμα προϊόντα.

Η υλοποίηση των αναγκαίων παρεμβάσεων προϋποθέτει έναν συνεκτικό και μακροπρόθεσμο σχεδιασμό. Ένας Οδικός Χάρτης για την Ενεργειακή Μετάβαση της Κύπρου με ορίζοντα το 2050 θα πρέπει να καθορίζει τεκμηριωμένες προτεραιότητες, να ενσωματώνει τη στρατηγική απανθρακοποίησης στο εθνικό ενεργειακό πλαίσιο και να διασφαλίζει θεσμική συνέχεια, ανεξάρτητα από πολιτικές μεταβολές. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να μετατρέψει την υφιστάμενη απόκλιση σε ευκαιρία προσαρμογής, ενισχύοντας την τεχνολογική πρόοδο, την ενεργειακή ασφάλεια και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα της χώρας

* Αν. Καθηγητής, Πολυτεχνική Σχολή

Πανεπιστήμιο Frederick

Exit mobile version