Τα τελευταία χρόνια, η έννοια της επισιτιστικής ασφάλειας (food security) έχει επιστρέψει δυναμικά στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής πολιτικής. Οι πολλαπλές κρίσεις των τελευταίων ετών -η πανδημία, οι γεωπολιτικές εντάσεις, ο πόλεμος στην Ουκρανία, αλλά και η κλιματική αστάθεια- έφεραν στο φως ένα κρίσιμο ερώτημα: έχουμε επαρκή αποθέματα τροφίμων για να αντέξουμε μια παρατεταμένη κρίση;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και παραδοσιακά θεωρούσε τη γεωργία της ανθεκτική λόγω της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), βρέθηκε αντιμέτωπη με νέες πραγματικότητες. Η εξάρτησή της από εισαγόμενα δημητριακά, λιπάσματα και πρώτες ύλες, λειτούργησε εις βάρος της αυτάρκειας και της ασφάλειας της, αποκαλύπτοντας ευάλωτα σημεία της επισιτιστικής αλυσίδας.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία λειτούργησε ως καταλύτης αφύπνισης. Η Ευρώπη, που εισήγαγε το 2021 σχεδόν το 30% του καλαμποκιού και το 15% του σιταριού της από την Ουκρανία και τη Ρωσία, βρέθηκε αντιμέτωπη με απότομες ελλείψεις και εκτίναξη τιμών.
Έτσι, η έννοια των «στρατηγικών αποθεμάτων σιτηρών» (strategic grain reserves) απέκτησε νέα σημασία — όχι ως μηχανισμός κρατικής αποθήκευσης, αλλά ως εργαλείο ανθεκτικότητας και διασφάλισης της αυτάρκειας.
Τι είναι τα στρατηγικά αποθέματα σιτηρών;
Τα στρατηγικά αποθέματα σιτηρών είναι ποσότητες δημητριακών ή άλλων βασικών προϊόντων (όπως αλεύρι, ρύζι ή ζωοτροφές), που διατηρούνται σε αποθήκες ή σιλό υπό κρατική ή ημικρατική εποπτεία, με σκοπό να καλύψουν ανάγκες σε περιόδους κρίσης.
Δεν πρόκειται απλώς για αποθήκευση – αλλά για εργαλείο πολιτικής, που συνδέεται με τη σταθερότητα τιμών, τη διαχείριση ρίσκου και την κοινωνική ασφάλεια.
Η Παγκόσμια Τράπεζα, σε πρόσφατη ανάλυσή της (World Bank, 2023), επισημαίνει ότι η επιτυχής λειτουργία τέτοιων αποθεμάτων εξαρτάται από τρεις παράγοντες:
- Καλή διακυβέρνηση και διαφάνεια στη διαχείριση των αποθεμάτων.
- Συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, για να εξασφαλιστεί η ποιότητα και η ανανέωση των προϊόντων.
- Ρεαλιστικός σχεδιασμός φύλαξης (υποδομές, τοποθεσία) και υπολογισμού ποσοτήτων, ώστε να εξυπηρετούνται διαφορετικές περιοχές της χώρας χωρίς περιττό κόστος.
Το ευρωπαϊκό μωσαϊκό
Η Ευρώπη δεν διαθέτει ενιαία πολιτική για τα στρατηγικά αποθέματα τροφίμων. Κάθε κράτος-μέλος ακολουθεί το δικό του μοντέλο, ανάλογα με το μέγεθος, τις παραγωγικές δυνατότητες και το επίπεδο εξάρτησης από εισαγωγές.
Πολωνία: Η χώρα διαθέτει ένα από τα μεγαλύτερα στρατηγικά αποθέματα σιτηρών στην Ευρώπη. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η Πολωνία αύξησε τα αποθέματά της σε ιστορικά επίπεδα, δημιουργώντας αποθέματα ασφαλείας (buffer stocks), που μπορούν να καλύψουν τον πληθυσμό της για πολλούς μήνες.
Γαλλία και Γερμανία: Επενδύουν περισσότερο στη διασπορά κινδύνου, μέσω συμβολαιακής γεωργίας (contract farming) και υποχρεωτικών αποθεμάτων που τηρούνται από ιδιωτικές αποθήκες υπό κρατικό έλεγχο.
Ελβετία (εκτός ΕΕ): Διατηρεί ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ορθής πρακτικής. Από τη δεκαετία του 1950 διαθέτει υποχρεωτικά αποθέματα βασικών τροφίμων – σιτηρών, ζάχαρης, ρυζιού και καφέ – για να καλύψει 3 έως 6 μήνες εθνικών αναγκών. Οι αποθήκες ανήκουν σε ιδιωτικές εταιρείες, αλλά το κράτος επιδοτεί τη συντήρησή τους και ελέγχει τακτικά τις ποσότητες.
Ιταλία και Ισπανία: Αν και διαθέτουν υψηλή εγχώρια παραγωγή, έχουν ξεκινήσει τη δημιουργία περιφερειακών αποθεμάτων με στόχο την προστασία της εφοδιαστικής αλυσίδας και την αποφυγή κρίσεων στις τιμές των ζωοτροφών.
Σε όλες αυτές τις χώρες, το κράτος και η αγορά λειτουργούν χέρι-χέρι. Τα αποθέματα δεν φυλάσσονται απλώς σε κρατικές αποθήκες, αλλά αποτελούν καρπό συνεργασίας με τη βιομηχανία σιτηρών, τους αλευρόμυλους και τους εμπόρους, που συμμετέχουν ενεργά στη διατήρηση της επισιτιστικής ασφάλειας.
Η Κύπρος
Η Κύπρος, λόγω γεωγραφικής θέσης και μικρής αγροτικής παραγωγής, είναι εξαρτημένη από τις εισαγωγές σιτηρών, για την κάλυψη τόσο των διατροφικών όσο και των ζωοτροφικών αναγκών της. Η εγχώρια παραγωγή σιταριού καλύπτει μόλις ένα μικρό ποσοστό των αναγκών, ενώ το μεγαλύτερο μέρος εισαγωγής σιταριού και του καλαμποκιού προέρχεται από την Ουκρανία, Μολδαβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Οι πρόσφατες κρίσεις ανέδειξαν αυτή την εξάρτηση. Το 2022, με το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, η κυπριακή αγορά σιτηρών αντιμετώπισε σημαντικές αναταράξεις: οι τιμές εκτινάχθηκαν, οι χρόνοι παράδοσης αυξήθηκαν, και το ενδεχόμενο προσωρινών ελλείψεων προκάλεσε έντονη ανησυχία. Ήταν τότε που αναδείχθηκε εκ νέου η ανάγκη για δημιουργία στρατηγικών αποθεμάτων σιτηρών και ευρύτερα, για έναν πιο συστηματικό μηχανισμό διαχείρισης της επισιτιστικής ασφάλειας.
Ο ρόλος της βιομηχανίας και του ΚΕΒΕ
Το Κυπριακό, Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο και ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Βιομηχάνων και Εισαγωγέων Ζωοτροφών, Προσθετικών και Πρώτων Υλών Ζωοτροφών, ως μέλος του επιχειρηματικού δικτύου του ΚΕΒΕ, έχουν διαμεσολαβήσει και έχουν στηρίξει έμπρακτα τις προσπάθειες του Τμήματος Γεωργίας και του αρμόδιου Υπουργείου, για τη δημιουργία ενός συστήματος συνεργασίας κράτους-αγοράς, βασισμένο στο ελβετικό πρότυπο:
- Το κράτος καθορίζει τις ποσότητες-στόχους.
- Οι επιχειρήσεις τις αποθηκεύουν με δικά τους μέσα.
- Ασκείται περιοδικός έλεγχος και υπάρχει η υποχρέωση για ανανέωση των ποσοτήτων.
Η συμμετοχή των βιομηχανιών στην αλυσίδα αυτή δεν είναι μόνο τεχνικό ζήτημα, αλλά και θέμα εθνικής ασφάλειας. Εξασφαλίζει ότι, σε περιόδους κρίσης, η Κύπρος μπορεί να συνεχίσει να παράγει ζωοτροφές και βασικά παράγωγά τους, χωρίς να εξαρτάται αποκλειστικά από τις θαλάσσιες μεταφορές.
Ωστόσο, παραμένει ανοικτό το ζήτημα της έλλειψης στρατηγικών αποθεμάτων σιτηρών για ανθρώπινη κατανάλωση. Το κράτος εξακολουθεί να βασίζεται στα εμπορικά αποθέματα που διατηρούν οι ιδιωτικές εταιρείες των αλευροβιομηχάνων.
Ο Σύνδεσμος Αλευροβιομηχάνων Κύπρου, μέλος του ΚΕΒΕ, τα τελευταία τέσσερα χρόνια αγωνιωδώς κρούει τον κώδωνα του κινδύνου για τις πιθανές συνέπειες που μπορούν να προκύψουν σε περίπτωση κρίσης και τα σοβαρά προβλήματα που θα ανακύψουν στην τροφοδοσία της κυπριακής αγοράς με σιτηρά και, κατ’ επέκταση, με άλευρα αρτοποίησης.
- Λειτουργός Βιομηχανικής Ανάπτυξης, Καινοτομίας και Περιβάλλοντος ΚΕΒΕ.


