Κάποια στιγμή, τόσο η Κυβέρνηση όσο και η Βουλή θα πρέπει να ασχοληθούν με το θέμα της αξιοπρεπούς εργασίας. Η αξιοπρέπεια στην εργασία είναι παράγοντας καθοριστικής σημασίας για την οικοδόμηση της Δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής.
Η πρόοδος και η ευημερία κάθε κοινωνίας περνά μέσα από την αξιοπρέπεια στον επαγγελματικό και εργασιακό χώρο. Όπου υπάρχουν αξιοπρεπείς και ασφαλείς συνθήκες εργασίας υπάρχει και διαρκής βελτίωση της παραγωγικότητας αλλά και της ποιότητας.
Η αξιοπρέπεια στην εργασία δεν είναι έννοια αφηρημένη. Ούτε έννοια κενού περιεχομένου. Μάλιστα, γι’ αυτές τις δύο λέξεις (αξιοπρέπεια και εργασία), υπάρχει και εορτάζεται Παγκόσμια Ημέρα. Η 7η Οκτωβρίου καθιερώθηκε ως τέτοια με πρωτοβουλία της Διεθνούς Συνομοσπονδίας Εργατικών Συνδικάτων ITUC που συσπειρώνει στις τάξεις της 175 εκατ. εργαζομένους από 156 χώρες.
Στόχος
Για να προωθηθεί λοιπόν η αξιοπρέπεια στην εργασία και να βελτιωθούν οι μισθοί και οι όροι απασχόλησης όλων των εργαζομένων, θα πρέπει το κράτος να προχωρήσει σε σοβαρές τομές και αλλαγές που θα ρυθμίζουν την αγορά εργασίας, δίδοντας ιδιαίτερη σημασία και βαρύτητα στην επέκταση και εδραίωση του θεσμού των συλλογικών συμβάσεων.
Προς αυτή την κατεύθυνση θα έπρεπε ήδη με πρωτοβουλία της κυβέρνησης και ιδιαίτερα του υπουργού Εργασίας Γιάννη Παναγιώτου να αρχίσει κοινωνικός διάλογος για τον καθορισμό ενός Εθνικού Πλαισίου Δράσης που θα στοχεύει στην προώθηση της συλλογικής διαπραγμάτευσης, με τρόπο που θα εφαρμόζεται η οδηγία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για κάλυψη μέσω των συλλογικών συμβάσεων τουλάχιστον του 80% των εργαζομένων (σήμερα στην Κύπρο η κάλυψη μέσω της συλλογικής σύμβασης ανέρχεται στο 43%).
Προτεραιότητα προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να δοθεί και από το ίδιο το κράτος, το οποίο όταν προχωρεί σε δημόσιες συμβάσεις για την υλοποίηση διαφόρων αναπτυξιακών έργων, οφείλει να απαιτεί την ύπαρξη συλλογικής σύμβασης εργασίας, η οποία δια του περιεχομένου της θα προστατεύει και θα κατοχυρώνει πλήρως όλους τους εργαζόμενους που απασχολούνται με την κατασκευή του συγκεκριμένου έργου.
Φρονώ πως στα συγκεκριμένα ζητήματα υπάρχει σοβαρή και αδικαιολόγητη καθυστέρηση που στέλνει λανθασμένα μηνύματα προς όλους εκείνους τους εργοδότες που παραβιάζουν τις συλλογικές συμβάσεις και τα εργασιακά θέσμια. Και οι οποίοι δεν είναι λίγοι.
Η Κυβέρνηση θα έπρεπε, όχι μόνο να είχε καταρτίσει το Εθνικό Πλαίσιο Δράσης, αλλά να είχε ήδη καταθέσει στη Βουλή και σχετικό νομοσχέδιο για την επέκταση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας, στέλνοντας προς κάθε κατεύθυνση και τα ανάλογα πολιτικά μηνύματα.
Σήμερα, το κράτος δαπανεί τεράστια ποσά για την υλοποίηση των δημοσίων συμβάσεων, τα οποία δεν πρέπει να χρησιμοποιούνται με τρόπο που δεν θα επιβραβεύεται η ρυθμισμένη και αξιοπρεπής απασχόληση, συντηρώντας την αδήλωτη και την παράνομη απασχόληση.
Πρότυποι κανόνες ακολουθούνται μόνο στις συμβάσεις που αφορούν την οικοδομική βιομηχανία, οι οποίοι καλύπτουν ελάχιστα ωφελήματα των εργαζομένων. Αυτοί οι πρότυποι κανόνες πρέπει να ενισχυθούν και να εφαρμοσθούν σε όλους τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας.
Επίσης πόροι που αντλούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν πρέπει να διοχετεύονται σε επιχειρήσεις που δεν εφαρμόζουν συλλογικές συμβάσεις, έτσι ώστε να στηρίζονται μόνο οι σωστοί εργοδότες αίροντας τον αθέμιτο ανταγωνισμό και την εκμετάλλευση.
Παλιό το θέμα
Το θέμα της σημερινής αρθρογραφίας δεν είναι καινούργιο, ούτε εμφανίστηκε από το πουθενά. Στις 6 Ιουλίου 2021 η ΣΕΚ απέστειλε σχετική επιστολή με τίτλο «Καμία δημόσια σύμβαση έργου χωρίς συλλογική σύμβαση εργασίας» στους τότε υπουργούς Οικονομικών και Εργασίας Κωνσταντίνο Πετρίδη και Ζέτα Αιμιλιανίδου αντίστοιχα.
Μάλιστα με την α. Ζέτα έγινε και εξειδικευμένη συζήτηση στα πλαίσια σχετικής συνάντησης, ενώ το θέμα τέθηκε από το Συνδικαλιστικό Κίνημα προς όλους τους υποψήφιους προέδρους της Δημοκρατίας κατά την προεκλογικό περίοδο των προεδρικών εκλογών του 2023. Η Κυβέρνηση Νίκου Χριστοδουλίδη θα πρέπει να πάρει τώρα τη σκυτάλη και με ταχύτητα δρομέα να τρέξει προς την ορθή κατεύθυνση.
Συμπερασματικά, η πολιτική του κράτους θα πρέπει να είναι απλή και ξεκάθαρη και να εστιάζεται στο «καμία δημόσια σύμβαση χωρίς συλλογική σύμβαση».
* Οικονομολόγος – Δημοσιογράφος