Στο βιβλίο «Τάμα Ψυχής– Οδοιπορικό στις ρίζες», η Ερατώ Κοζάκου-Μαρκουλλή δίνει φωνή στη μητέρα της, Βαρβάρα Αποστόλοβνα Τεκμιτσέβα-Κοζάκου (1909–1997), μεταφράζοντας και επιμελούμενη το αυτοβιογραφικό της χειρόγραφο.
Μέσα από τις σελίδες αναδύεται όχι μόνο η πορεία μιας γυναίκας που έζησε ξεριζωμό, πολέμους και αντίσταση, αλλά και η ιστορία ενός ολόκληρου λαού. Η πρώην Υπουργός Εξωτερικών μιλά για τη συγκίνηση της μετάφρασης, τη δύναμη της λογοτεχνίας, την ποντιακή της κληρονομιά και την ηθική παρακαταθήκη που καθόρισε και τη δική της ζωή.
«Όσο έγραφε την αυτοβιογραφία της η μητέρα μου, γνωρίζαμε ότι αποτύπωνε μνήμες από το Σουχούμ, τον τόπο όπου γεννήθηκε, την Τιφλίδα όπου σπούδασε και την Αθήνα όπου εγκαταστάθηκε η οικογένεια της λίγο πριν την έναρξη του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου. Έγραφε για τις τραγωδίες που πέρασε η οικογένεια, ξεκινώντας με τους ξεριζωμούς από τον Πόντο, από όπου κατάγονταν και οι δύο γονείς της, τους Παγκοσμίους πολέμους, μέχρι τη Γερμανική κατοχή και τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα. Ποτέ, όμως, δεν μπορέσαμε να αντιληφθούμε το περιεχόμενο, γιατί ήταν γραμμένο στη ρωσική γλώσσα. Μετά τον θάνατό της το 1997 και του πατέρα μας το 2008, περιήλθε στην κατοχή μας το χειρόγραφο των 186 σελίδων και αγωνιούσα να το διαβάσω.
» Αρχικά, επιδίωξα να γίνει μια περίληψη στα ελληνικά, η οποία με συγκλόνισε πραγματικά. Με είχε καταλάβει ένας βαθύς θαυμασμός και μια περηφάνεια για τη μητέρα μου, τις ρίζες μας και γι’ αυτά που εξιστορούσε, γιατί μέσα από την αφήγηση περνούσε όλη η ιστορία του σύγχρονου ελληνισμού της διασποράς και κυρίως των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου. Από εκείνη τη στιγμή έδωσα τάμα στη ψυχή της, εξού και ο τίτλος «ΤΑΜΑ ΨΥΧΗΣ», ότι θα έδινα ζωή σ’ αυτά τα κείμενα. Προχώρησα σε μια πλήρη μετάφραση, την οποία επιμελήθηκα και στόχος μου ήταν η έκδοση της αυτοβιογραφίας για να προστεθεί και η δική της φωνή σ’ αυτή άλλων Ελλήνων της διασποράς, που μπορεί να κουβαλούσαν τραύματα των προηγούμενων γενιών, όμως είχαν το πείσμα να προκόψουν και να κρατήσουν τις ρίζες τους.
» Το όλο εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, γιατί η μητέρα μου δεν ζούσε κι έπρεπε σε πολλά σημεία της μετάφρασης να παρέμβω για να αποδώσω, αυτό που πίστευα πως η μητέρα μου ήθελε να πει μέσα από συγκεκριμένες εκφράσεις. Το ότι ήμουν κόρη της με βοήθησε αρκετά να μπω στον κόσμο που περίγραφε, με βάση κι αυτά που από μικρές με την αδελφή μου ακούγαμε από την ίδια. Με αυτές τις ιστορίες μεγαλώσαμε, γνωρίσαμε τη μητέρα μας και τις ρίζες μας. Αυτό που είχα επίσης αποφασίσει να κάνω για σκοπούς της έκδοσης, ήταν να την πλαισιώσω και με δικά μου κείμενα, που να τοποθετούν το αφήγημα στο ιστορικό, κοινωνικό και πολιτιστικό πλαίσιο που συνδέει τους προγόνους μας με τη ζωή της μητέρας μου. Γι’ αυτό στα παραρτήματα, περιλαμβάνονται κεφάλαια για τον Ποντιακό Ελληνισμό, την Τραπεζούντα και το Σουχούμ της Γεωργίας. Το κείμενο εμπλουτίζεται με αρκετές υποσημειώσεις για ιστορικά γεγονότα και προσωπικότητες που αναφέρονται στο κείμενο. Για την ετοιμασία των παραρτημάτων, των υποσημειώσεων και την επιλογή φωτογραφιών που αποτελούν οικογενειακά κειμήλια, χρειάστηκε μελέτη και χρόνος για τη σωστή αποτύπωση και ταξινόμηση. Η όλη διεργασία της επιμέλειας του βιβλίου έγινε με μεράκι και ενθουσιασμό.
» Τόσο ο Κώστας Βάρναλης, όσο και η Διδώ Σωτηρίου ήταν φίλοι της μητέρας μου την περίοδο που ζούσε στην Αθήνα, με την τελευταία δε διατήρησε επαφή κι όταν η μητέρα μου εγκαταστάθηκε στην Κύπρο. Μάλιστα, μετέφρασε στα ρωσικά έργα της, με σκοπό να της τα στείλει για να εκδοθούν. Δεν πρόλαβε, όμως, γιατί το Αλτσχάιμερ την κατέβαλε και σταμάτησε τις μεταφράσεις. Ο τρόπος που γνωρίστηκε με αυτούς τους υπέροχους ανθρώπους, συγγραφείς και διανοούμενους, περιγράφεται στο βιβλίο. Ήταν μια παρέα που πήγαιναν εκδρομές και συζητούσαν για λογοτεχνία, αλλά και πολιτικά θέματα της τότε εποχής. Τόσο ο Βάρναλης όσο και η Σωτηρίου ήθελαν να μάθουν από πρώτο χέρι πώς ήταν η ζωή στη Σοβιετική Ένωση. Γι’ αυτούς η μητέρα μου ήταν ένας θησαυρός γνώσεων για τη ζωή στη Σοβιετική Ένωση και για την ίδια η επαφή της με ανθρώπους της διανόησης και της λογοτεχνίας, όπως ο Βάρναλης και η Σωτηρίου, της έδωσαν δύναμη να αντεπεξέλθει τις τεράστιες δυσκολίες προσαρμογής που αντιμετώπιζε με την εγκατάσταση της στην Ελλάδα, με την εγκατάλειψη των σπουδών της και των φίλων της, του κόσμου που γνώριζε και αγαπούσε στη Γεωργία.

» Η μητέρα μου λάτρευε τη λογοτεχνία, μέχρι τότε όμως διάβαζε ρωσική λογοτεχνία και τους Ρώσους κλασικούς, στους οποίους είχε μυήσει τόσο εμένα όσο και την αδελφή μου από μικρή ηλικία. Με την γνωριμία της όμως με τον Βάρναλη και τη Σωτηρίου τής δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίζει και την ελληνική λογοτεχνία, την οποία αγάπησε και διάβασε πολύ, μιας και ο Κύπριος πατέρας μου ήταν λάτρης της λογοτεχνίας και κυρίως της ποίησης, αν και γιατρός στο επάγγελμα. Η μητέρα μου ήταν πολύ μορφωμένη και διάβαζε ασταμάτητα. Έγραφε επίσης ποίηση από τον καιρό που ζούσε στο Σουχούμ και σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή της. Στο βιβλίο υπάρχει μια επιλογή από ποιήματά της στα ρωσικά και σε μετάφραση στην ελληνική. Όταν με την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας εγκαθιδρύθηκαν οι ξένες πρεσβείες στη Λευκωσία, η μητέρα μου είχε πολύ στενή σχέση με τον τότε πρέσβη της ΕΣΣΔ και τη σύζυγό του κι έπαιρνε από τη βιβλιοθήκη της πρεσβείας αρκετά καινούργια βιβλία και λογοτεχνικά περιοδικά, τα οποία διάβαζε με μεγάλο ενθουσιασμό, γιατί ένοιωθε πως διατηρούσε επαφή μ’ αυτό που θεωρούσε πατρίδα.
» Παρόλο ότι το κείμενο αποτελεί αυτοβιογραφία ενός συγκεκριμένου προσώπου, της μητέρας μου, εν τούτοις μέσα από την προσωπική της αφήγηση ξεδιπλώνεται η ιστορία ενός ολόκληρου λαού με ρίζες βαθιές και απέραντο πολιτισμικό πλούτο. Μέσα από τη δική της αφήγηση πολλοί θα δουν και τις δικές τους ιστορίες ή των προγόνων τους, που λόγω του ξεριζωμού αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τους τόπους τους, στον Πόντο ή τη Μικρά Ασία και να βρουν καταφύγιο στην μητροπολιτική Ελλάδα, σε περιοχές της Μαύρης θάλασσας, όπως οι πρόγονοι μας, είτε σε άλλα μέρη του κόσμου. Ο Μικρασιατικός και Ποντιακός Ελληνισμός της διασποράς άνθισε όπου κι αν κατέληξε, γιατί κουβαλούσε μέσα του τις αντοχές και τη δύναμη της επιβίωσης, το μόχθο και την εργατικότητα, την έφεση για μάθηση και πρόοδο και το πείσμα για διατήρηση της μνήμης μέσω της δημιουργικότητας.

» Δεν μας μιλούσε πολύ για τις ποντιακές της καταβολές, λόγω του ότι η ίδια, γεννημένη στο Σουχούμ, δεν είχε προσλαμβάνουσες παραστάσεις, η μητέρα της είχε φύγει από την Τραπεζούντα σε ηλικία δέκα χρόνων και ο πατέρας της, με καταγωγή επίσης από την Τραπεζούντα γεννήθηκε στο Πότι της Γεωργίας. Όμως, με την ενηλικίωσή μου άρχισα να συνειδητοποιώ τις ποντιακές μου ρίζες και τον πλούτο ιστορίας που κουβαλούσαν οι πρόγονοι μου. Άρχισα να μελετώ για τον Ποντιακό Ελληνισμό και αργότερα στη διάρκεια της διπλωματικής και πολιτικής μου καριέρας, είχα έλθει σε επαφή με Πόντιους της διασποράς στις ΗΠΑ, στον Καναδά, στην Ελλάδα, στη Σουηδία, στην Αυστραλία και σε άλλα μέρη που επισκέφθηκα ως διπλωμάτης ή ως Υπουργός. Συνδέθηκα με την ποντιακή παράδοση και τους ανθρώπους της και νοιώθω περήφανη για την ποντιακή μου καταγωγή. Από τη μητέρα μου πήρα την αγάπη της για τον άνθρωπο, την έφεση για τη μόρφωση, τις προοδευτικές της σκέψεις για την κοινωνία, την φιλειρηνική και αντιπολεμική της θεώρηση και στάση ζωής, όλα κατάλοιπα της ζωής της στο Σουχούμ, αλλά και των τραγικών εμπειριών της οικογένειάς της. Παρότι δεν έζησα προσωπικά την προσφυγιά, την κουβαλώ στις φλέβες μου και στις ποντιακές μου καταβολές.
» Για την εποχή που έζησε, η μητέρα μου ήταν πολύ χειραφετημένη. Από μικρή είχε στόχους και έκανε το παν για να τους ακολουθήσει. Ενώ γεννήθηκε στο Σουχούμ της Γεωργίας το 1909 στη διάρκεια της τσαρικής περιόδου, τα μαθητικά και φοιτητικά της χρόνια έζησε στη Γεωργία ως μέρος, από το 1921, της Σοβιετικής Ένωσης. Αυτό βοήθησε στη δημιουργία και καλλιέργεια ενός τρόπου ζωής που έδινε έμφαση στην εκπαίδευση και κυρίως στην εργασία, προς όφελος του κοινωνικού συνόλου. Οι σπουδές της στη μηχανολογία στο Ινστιτούτο Μηχανικών Συγκοινωνιών Αντικαυκάσου στην Τιφλίδα, δυστυχώς διάρκεσαν μόνο δύο χρόνια, γιατί η οικογένεια αποφάσισε να εγκαταλείψει τη Γεωργία και να εγκατασταθεί στην Αθήνα. Η μητέρα μου δεν ήθελε να αφήσει τις σπουδές της, όμως αναγκάστηκε να ακολουθήσει.

» Οι υποσχέσεις ότι θα συνέχιζε τις σπουδές της στο Πολυτεχνείο στην Αθήνα, δυστυχώς έπεσαν στο κενό, λόγω μη αναγνώρισης του (κομμουνιστικού) Πανεπιστημίου της Τιφλίδας. Στην Ελλάδα, όμως, μπόρεσε να εργαστεί για δέκα χρόνια ως σχεδιάστρια, η μόνη γυναίκα σ’ ένα εργοστάσιο βαριάς βιομηχανίας. Με την εγκατάστασή τους στην Κύπρο, δυστυχώς λόγω των κοινωνικών συνθηκών και προκαταλήψεων, δεν μπόρεσε να εργαστεί ως μηχανικός. Έκανε, όμως, μεταφράσεις στη Ρωσική και δίδασκε τη ρωσική γλώσσα, ενώ σε ηλικία 65 χρόνων πήρε δίπλωμα διδασκαλίας της ρωσικής από Πανεπιστήμιο της Μόσχας. Τα λέω αυτά για να καταδείξω πόσο προχωρημένη για την εποχή της ήταν η μητέρα μου, παρόλα τα εμπόδια και πόσο με επηρέασε στη δική μου ζωή.
» Αυτό που θυμάμαι έντονα είναι οι συμβουλές της για εκπαίδευση και μόρφωση κι όσο περισσότερα εφόδια μπορούμε να πάρουμε, για να έχουμε μια ανεξάρτητα οικονομικά ζωή και να συνεισφέρουμε στο γενικότερο καλό. Έτσι μεγάλωσα, αυτό το υπέροχο πρότυπο είχα στη δική μου ζωή. Γι’ αυτό παραμένω μια περήφανη φεμινίστρια και προσπαθώ να συμβάλω στην ενδυνάμωση των γυναικών και στην ίση συμμετοχή τους στα κέντρα αποφάσεων.»

Εκδόσεις Βακχικόν
Σελ. 218
Τιμή: €13.70
Ελεύθερα, 28.9.2025