Ο διεθνούς φήμης εικαστικός, που ζει μεταξύ Αθήνας, Λέσβου και Νέας Υόρκης, αφηγείται στον καμβά μυστηριώδεις ιστορίες με πρωταγωνιστή ένα μοναχικό ανθρωπάκι. Με αφορμή την έκθεσή του στη Λευκωσία, συζητούμε για το ζωγραφικό του έργο, την τέχνη της φωτογραφίας και τα πορτρέτα διάσημων που τράβηξε, όπως η Λουίζ Μπουρζουά, ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες και ο Έντουαρντ Άλμπι, οι οποίοι υπήρξαν φίλοι του.
-Το γεγονός ότι είστε φωτογράφος έχει επιδράσει με κάποιο τρόπο στο ζωγραφικό σας έργο; Μάλλον το ανάποδο: Ήμουν πάντα ζωγράφος, ας πούμε εκ γενετής, έτσι ξεκίνησα, η φωτογραφία μπήκε αργότερα στη ζωή μου. Η ζωγραφική λοιπόν με έχει βοηθήσει αποτελεσματικά στη φωτογραφία. Από τη ζωγραφική ξέρω να καδράρω σωστά το θέμα μου και σ’ αυτήν οφείλεται η «χρυσή τομή» των φωτογραφιών μου.
-Τι αγαπάτε περισσότερο; Τη ζωγραφική ή τη φωτογραφία; Κοιτάξτε, δεν μπορώ να μη ζωγραφίζω, και μάλιστα για πολύ καιρό. Νιώθω την ίδια έλλειψη, όπως όταν στερούμαι την επαφή με ένα αγαπημένο μου πρόσωπο. Η φωτογραφία είναι επίσης πολύ δημιουργική δουλειά. Πολλοί νομίζουν ότι γίνεται με ένα απλό κλικ. Δυστυχώς δεν είναι έτσι. Είναι πολύ κουραστική και χρονοβόρος εργασία. Κυρίως οι σκηνοθετημένες φωτογραφίες που κάνω στο στούντιο.
-Είστε από τους πρώτους Έλληνες ζωγράφους που κάνατε performances, body art, video art και mail Art. Γιατί αφήσατε αυτά τα μέσα; Αυτά τα έκανα στην ώρα τους, πριν το ’80. Ήμουν νεότατος και, καλώς ή κακώς, ακολούθησα τη μόδα. Είχα τότε έντονη παρουσία εκτός Ελλάδος, κυρίως στη Γερμανία, και συμμετείχα σε διεθνείς εκθέσεις με γνωστά ονόματα. Από όσο γνωρίζω, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν πλέον αποσυρθεί, αν δεν έχουν κιόλας πεθάνει. Μόνο η Μαρίνα Αμπράμοβιτς συνεχίζει. Εγώ σταμάτησα γιατί βρέθηκα σε αδιέξοδο. Δεν με οδηγούσε πουθενά όλο αυτό. Μια μέρα, θέλοντας να δείξω σε κάποιον πόσο εύκολο είναι να ζωγραφίζει κανείς με παραστατικό τρόπο μια νεκρή φύση, έκανα στα γρήγορα με το στυλό ένα σχεδιάκι. Και ξαφνικά, σαν από θεία επιφοίτηση, «ξαναανακάλυψα» τη ζωγραφική και άρχισα να ξαναζωγραφίζω.

-Ποιο είναι το μοναχικό ανθρωπάκι που πρωταγωνιστεί στα έργα σας; Ίσως να είμαι εγώ, ίσως οι φίλοι μου. Ξέρετε, ως άνθρωπος, έχω πολλές πλευρές. Η μια είναι η μοναχική. Αλλά για να κάνεις τέχνη χρειάζεσαι απομόνωση. Όλοι οι φίλοι μου καλλιτέχνες ή συγγραφείς έχουν και τη μοναχική τους πλευρά. Εκτός ίσως από κάποιους σύγχρονους που φτιάχνουν τεράστια έργα και δουλεύουν με πολλούς βοηθούς. Σ’ αυτή την περίπτωση, νομίζω πως το έργο που μας δείχνουν οφείλεται κυρίως στη συντροφικότητα και στις ιδέες των βοηθών. Από αυτούς θα πρέπει να εξαιρεθούν ο Άι Γουέιγουεϊ και η Μόνα Χατούμ.
-Εννοείτε πως τα έργα τους δεν είναι 100% δικά τους δημιουργήματα; Πολλά είναι αποκλειστικά δημιουργήματα των βοηθών τους και ίσως να μην τα έχουν δει ποτέ οι καλλιτέχνες που υποτίθεται τα υπογράφουν. Αναφέρομαι σε κάποιους από τους διάσημους της σύγχρονης τέχνης οι οποίοι, αναγκασμένοι από τις γκαλερί, δηλαδή τους επιχειρηματίες, αλλά και τους άσχετους curators και τους διευθυντές μουσείων, πρέπει να κάνουν καμιά δεκαριά εκθέσεις τον χρόνο σε διάφορες μεγαλουπόλεις. Επομένως χρειάζονται παραγωγή.

-Οι φανταστικοί χώροι που δημιουργείτε είναι εμπλουτισμένοι με δικές σας εμπειρίες; Υποθέτω πως είναι κυρίως οι εμπειρίες μου, που πρέπει να σας πω ότι είναι πολλές και ποικίλες, και επειδή πια έχω μεγαλώσει, δεν ξέρω αν θα μπορέσω να ζωγραφίσω όλες όσες θα ήθελα.
-Η οικολογική ευαισθησία στα έργα σας θα λέγατε ότι είναι προφητική; Από τα πρώτα μου έργα με απασχολούσε το θέμα του περιβάλλοντος, τώρα δε ακόμα περισσότερο. Στην αρχή νόμιζα ότι η καταστροφή κάποτε θα σταματούσε, αλλά δυστυχώς η κατάσταση χειροτερεύει και η τέχνη δεν μπορεί να κάνει τίποτα, αφού αφορά ελάχιστους ανθρώπους.

-Σας εκφράζει ο χαρακτηρισμός του μετα-υπερρεαλιστή; Δεν ξέρω και πια δεν με ενδιαφέρει. Ο Μονέ είχε πει πως ζωγραφίζει όπως τα πουλιά κελαηδούν. Κάπως έτσι ζωγραφίζω κι εγώ. Μόνον που δεν είμαι εμπρεσιονιστής και στο κελάηδημά μου καμιά φορά υπάρχει διαμαρτυρία, λύπη και θρήνος. Επειδή νομίζω πως δεν είμαι ένας καθημερινός άνθρωπος και η ζωή μου, που δεν είναι καθόλου εύκολη, στηρίζεται στο όνειρο και στο υπερπραγματικό, μπορεί η ζωγραφική και οι φωτογραφίες μου να είναι μεταϋπερρεαλιστικές. Πάντως δεν ξυπνάω το πρωί προγραμματισμένος να περάσω τη μέρα μου… μεταϋπερρεαλιστικά.
-Πως βλέπετε την σύγχρονη ελληνική τέχνη; Τη βλέπω να αντιγράφει με ευκολία ό,τι εύκολο κυκλοφορεί στην ξένη αγορά. Οι νέοι δημιουργοί κάνουν ό,τι και οι ξένοι, νομίζοντας πως έτσι θα επιτύχουν διεθνή καριέρα. Γι’ αυτό και στη δουλειά τους δεν υπάρχει ταυτότητα, είναι πανομοιότυποι. Όπως θα ξέρετε, κάθε δύο χρόνια ένας-δυο Έλληνες εκθέτουν με γενναία κρατική υποστήριξη στη Μπιενάλε της Βενετίας. Είδατε εσείς έναν που έκανε διεθνή καριέρα; Οι περισσότεροι είναι άγνωστοι ακόμη και στην Ελλάδα.
-Εκθέτετε συχνά σε γκαλερί στο εξωτερικό. Πόσο δύσκολο ήταν να κερδίσετε την αναγνώριση πέρα από τα ελληνικά σύνορα; Δεν δυσκολεύτηκα πολύ, παρ’ ότι συνεργάζομαι με γκαλερί μεγάλου κύρους που είναι και αρκετά δύσκολες. Καθώς έκλεισε η γκαλερί στην οποία εξέθετα στη Νέα Υόρκη, επειδή συνταξιοδοτήθηκε ο ιδιοκτήτης της, δυσκολεύομαι να βρω άλλη. Οι γκαλερί που με ενδιαφέρουν, παρ’ ότι γνωρίζουν και εκτιμούν πολύ τη δουλειά μου, δεν την εκθέτουν επειδή από τα έργα μου δεν θα εισπράξουν τα εκατομμύρια που θα τους αποφέρουν οι εκθέσεις, π.χ., του Κουνς ή του Σουλάζ. Από μια έκθεση, με όλα τα έργα μου πουλημένα, θα εισπράξουν όσα θα κέρδιζαν από έναν μικρό πίνακα ενός «σελέμπριτι» καλλιτέχνη. Αυτός είναι ο λόγος που πολλοί καλοί καλλιτέχνες δεν εκπροσωπούνται από μεγάλες γκαλερί.
-Πώς επεξεργάζεστε ζητήματα ατομικής ταυτότητας, αναγκαστικής μετανάστευσης και επιβίωσης; Εδώ και 40 χρόνια ζω μερικούς μήνες, κυρίως τα καλοκαίρια, στη Λέσβο. Γνωρίζω λοιπόν το μεταναστευτικό καλύτερα από κάθε άλλον. Από τη πρώτη βάρκα που έφτασε στο νησί μέχρι την ολοκληρωτική καταστροφή του διαβόητου καταυλισμού της Μόριας. Ήταν λοιπόν αναμενόμενο να με έχει απασχολήσει και να φτιάξω μερικούς πίνακες. Έκανα εκεί και ένα ντοκιμαντέρ διάρκειας 50 λεπτών, το «Οβίλ και Ουσμάν», που έχει προβληθεί σε διάφορα φεστιβάλ.

-Έχει το ντοκιμαντέρ σας κάποια σχέση με εκείνο που έκανε ο Άι Γουέιγουεϊ; Υπάρχουν πολύ λίγες κοινές αναφορές. Το δικό μου παρουσιάζει τη σχέση δύο νεαρών μουσουλμάνων που με τις διηγήσεις τους περιγράφουν όλο το μεταναστευτικό. Από τους δουλεμπόρους και τις άθλιες συνθήκες του καταυλισμού, μέχρι τις χαρές και τα γλέντια τους. Γιατί η ζωή των μεταναστών δεν ήταν μόνο μίζερη, είχε και γλέντια, έρωτες…
-Σας απασχολεί ο χρόνος που φεύγει; Πολύ. Με φρικάρει. Και δυστυχώς φεύγει πολύ γρήγορα. Δεν κατάλαβα πώς πέρασαν τόσα χρόνια, και τρέμω στην ιδέα πως όπου να’ ναι μπορεί να φύγω χωρίς να έχω ετοιμάσει τις βαλίτσες μου, προπαντός να ζήσω τα τελευταία μου χρόνια χωρίς προβλήματα.
-Ζείτε μεταξύ Αθήνας, Νέας Υόρκης και Λέσβου. Τι σημαίνουν για σας αυτοί οι τόποι και πώς επηρεάζουν το έργο σας; Μου αρέσει να ζω στην Αθήνα, αλλά μου αρέσει και η φύση της Λέσβου. Τη Νέα Υόρκη άλλοτε την επιθυμώ και άλλοτε όχι. Δυστυχώς, οι άνθρωποι κάνουν τις πόλεις και αυτό με επηρεάζει πολύ. Σε κάθε μέρος εμπνέομαι διαφορετικά έργα και πολλά από αυτά τα ζωγραφίζω στην Αθήνα.
-Έχετε αναπτύξει φιλίες με διεθνούς φήμης καλλιτέχνες και συγγραφείς, όπως η Λουίζ Μπουρζουά, της οποίας βγάλατε μοναδικά πορτρέτα. Είναι αλήθεια ότι ήταν ιδιόρρυθμη; Οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι ξεχωριστοί. Η Λουίζ, για μένα, ήταν μια χαρά. Έλεγε ό,τι σκεπτόταν, αδιαφορώντας σε πόσο δύσκολη θέση θα έφερνε τον άλλον. Είχα παραβρεθεί μια-δυο φορές στα κυριακάτικα «σαλόν» που έκανε και μπορούσαν να την επισκεφτούν ακόμη και άγνωστοί της. Αυτά τα «σαλόν» συνήθως είχαν μεγάλη πλάκα, κάποτε όμως ήταν βαρετά, γι’ αυτό και τα απέφευγα. Έχω δει εκεί νέους καλλιτέχνες να φεύγουν καταρρακωμένοι από την κριτική που έκανε –δικαίως– στα έργα τους η Λουίζ.
-Ανάμεσα στους σπουδαίους συγγραφείς φίλους σας ήταν και ο Μάρκες. Πώς ξεκίνησε η φιλία σας; Κάποια χρόνια έκανα φωτογραφίες προκειμένου να εικονογραφήσω ποιήματα του Καβάφη. Είχα ζητήσει από διάσημους φίλους μου να ποζάρουν στη θέση των ηρώων του ποιητή. Για την «Ιθάκη» είχα σκεφτεί να φωτογραφίσω τον Μάρκες, τον οποίο μου σύστησε ο Μεξικανός γκαλερίστας μου. Όταν τον συνάντησα γίναμε αμέσως φίλοι, μέχρι που άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σημάδια του αλτσχάιμερ και η γυναίκα του τον απομόνωσε για να μην μαθευτεί η ασθένεια του.
-Τι θυμάστε από τον, επίσης φίλο σας, θεατρικό συγγραφέα Έντουαρντ Άλμπι; Σπουδαίος συγγραφέας και πιστός φίλος. Δεν ήταν πολύ της χαράς, έμοιαζε με τους χαρακτήρες των έργων του. Μου είχε πει πως κάποτε η Μπουρζουά του ζήτησε να παίξει τη Μάρθα στο «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ». Λίγο πριν πεθάνει, κάναμε μαζί το βιβλίο «Another Narcissus». Ο Άλμπι, η Λουίζ και ο Μάρκες μου λείπουν πολύ. Ασφαλώς μου λείπουν και άλλοι, αλλά αναφέρομαι σε αυτούς για τους οποίους με ρωτάτε.
-Στο πορτφόλιό σας έχετε και φωτογραφίες από την Κύπρο. Τι σας τράβηξε την προσοχή στο νησί μας; Αγαπώ την Κύπρο και τους ανθρώπους της. Έχω μερικούς καλούς φίλους εδώ, και χαίρομαι να εκθέτω τη δουλειά μου. Κάθε φορά που έρχομαι ψάχνω καινούργια μέρη να φωτογραφίσω, και ενθουσιάζομαι όταν τα καταφέρνω. Με ενδιαφέρουν πολύ οι αρχαιότητες του νησιού και έχω σημειώσει ποιες να επισκεφτώ αυτή τη φορά.
Ελεύθερα 21.12.2025









