Η μνήμη στα λογοτεχνικά έργα του Γιώργου Μολέσκη παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Και στη νέα του ποιητική συλλογή, «Τρία προσωπικά ποιήματα», ανατρέχει σε μνήμες από τη «Συνομιλία με τη Νόνα», τις «Μέρες του ήλιου» στη Λύση και τον «Ταξιδιωτικό σάκο». Με εξομολογητικό και ειλικρινές ύφος, ο ποιητής σχολιάζει την αξία του βιωμένου χρόνου, των όσων έχει ζήσει, και τονίζει τη σημασία τού «να ζούμε το σήμερα αλλά και τη ζωή μας σε όλο το εύρος της».
Το καθιστικό στο σπίτι του Γιώργου Μολέσκη στην Αγλαντζιά είναι γεμάτο με έργα τέχνης που του χάρισαν φίλοι του, με τους οποίους τον συνδέει μια βαθιά φιλία. Καθώς με ξεναγεί στη μικρή «γκαλερί» του, μου συστήνει ένα-έ να τα έργα του Χρίστου Φουκαρά, της γυναίκας του Μαριάμ Σουχάνοβα Φουκαρά, του Χαμπή Τσαγγάρη, του Κάνθου, του Πασχάλη Αναστάση και πολλών άλλων. Κάθε πίνακας και μια ενδιαφέρουσα ιστορία. Ανάμεσά τους ξεχωρίζει ένα μικρό έργο του Φουκαρά με τη Νόνα να κρατά στα χέρια της ένα τριαντάφυλλο. Είναι εμπνευσμένο από ένα ποίημα του Μολέσκη στο οποίο γράφει ανάμεσα σ’ άλλα: «Σαρανταπέντε χρόνια πριν και ήρθες με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο στο χέρι που έλαμπε στο φόντο του λευκού χιονιού». Όπως μου αφηγήθηκε, το ποίημα και το έργο αναφέρονται στην πρώτη τους συνάντηση στη Ρωσία το 1975. «Είχα έρθει στην Κύπρο το καλοκαίρι του 1974 ως φοιτητής. Ξεκίνησε ο πόλεμος και κλήθηκα ως έφεδρος να υπηρετήσω για μια περίοδο στην Αμμόχωστο, μετά στο Προεδρικό, έπειτα στον Ιππόδρομο και πριν την έναρξη της δεύτερης φάσης της εισβολής στα φυλάκια της οδού Ερμού, πίσω από το Δημοτικό Κέντρο Τεχνών. Είχαν αποφασίσει να απολύσουν τους φοιτητές αρχές Σεπτεμβρίου και έτσι επέστρεψα στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας Λομονόσοφ, όπου σπούδαζα Ρωσική Λογοτεχνία. Ήμουν ο μόνος ξένος εκείνο το έτος σ’ αυτό το τμήμα. Η καθηγήτρια που μου έκανε Λατινικά με συμπάθησε και μου ζήτησε να μιλήσω στους φοιτητές της για την Κύπρο και τον πόλεμο. Στο τμήμα της Κλασικής Φιλολογίας στο δεύτερο έτος ήταν εφτά φοιτητές. Τους μίλησα αρκετή ώρα και συζητήσαμε για την Κύπρο. Μετά πήγαμε να πιούμε καφέ στην καντίνα του Πανεπιστημίου. Η Νόνα από την Αρμενία και εγώ από την Κύπρο, είχαμε πολλά κοινά να μιλήσουμε. Έτσι, κλείσαμε ραντεβού για να βρεθούμε τον Ιανουάριο του 1975. Εκείνη ήρθε κρατώντας στα χέρια της ένα κόκκινο τριαντάφυλλο. Έκλεινε τα 19 και εγώ τα 29».
Αφορμή για την συνάντησή μας με τον Γιώργο Μολέσκη η νέα του ποιητική συλλογή με τίτλο «Τρία προσωπικά ποιήματα» από τις εκδόσεις Βακχικόν. Στο εξώφυλλο μια ζωγραφιά με τον ίδιο και τη σύζυγό του Νόνα, έργο της Μαριάμ Σουχάνοβα Φουκαρά. Όπως φανερώνει και ο τίτλος, πρόκειται για ποιήματα εμπνευσμένα από προσωπικά βιώματα, τα οποία αρχικά είχε κάποιες επιφυλάξεις για το αν θα έπρεπε να τα εκδώσει.
«Είχα τυπώσει τα ποιήματα στο χαρτί αλλά ήμουν επιφυλακτικός να τα δείξω σε κάποιον, ακόμη και στα παιδιά μου. Τα θεωρούσα πολύ προσωπικά. Εντέλει τα παιδιά μου τα διάβασαν και συγκινήθηκαν. Μου είπαν να προχωρήσεις και να τα εκδώσεις. Το 2023 συναντήθηκα στην Αθήνα με τον Νέστορα Πουλάκο, εκδότη του Βακχικόν, ο οποίος έχει εκδώσει έξι βιβλία μου μέσα σε έξι χρόνια – κάποια από αυτά είναι εξαντλημένα. Με ρώτησε αν έχω κάτι έτοιμο και του είπα για την νέα ποιητική μου συλλογή. “Είναι πολύ προσωπικά και δεν ξέρω αν θα προχωρήσω να τα εκδώσω”, του είπα. Ο Πουλάκος με ενθάρρυνε να προχωρήσουμε. Το βιβλίο εκδόθηκε τον Απρίλιο του 2024 και είναι αφιερωμένο “Στη Νόνα. Μνήμη παντοτινή”. Η τρίτη ενότητα με τίτλο “Συνομιλία με τη Νόνα” αποτελείται από 23 ποιήματα που έγραψε στη διάρκεια που η σύζυγός του έδινε μάχη με τον καρκίνο.
Η πρώτη ενότητα ποιημάτων με τίτλο «Μέρες του ήλιου» αναφέρεται σε μνήμες των παιδικών του χρόνων και η δεύτερη με τίτλο «Ταξιδιωτικός σάκος» εστιάζει στα ταξίδια και σε όσα κράτησε στη μνήμη του από αυτά. Όπως που είπε, εισπράττει πολλά σχόλια για την πρώτη και τη δεύτερη ενότητα. «Για τη “Συνομιλία με τη Νόνα” οι αναγνώστες είναι επιφυλακτικοί, ενδεχομένως γιατί φοβούνται να μην ανοίξουν πληγές».
–Κάτω από ποιες συνθήκες γράφτηκαν τα 23 ποιήματα με τίτλο «Συνομιλία με τη Νόνα»; Όταν διαγνώστηκε η Νόνα με τον καρκίνο τα πράγματα ήταν δύσκολα, όμως είχαμε μια βαθιά συνομιλία για τη ζωή, τον θάνατο, την αξία των όσων έχουμε βιώσει, του χρόνου που έχουμε περάσει, τις εμπειρίες της ζωής. Συζητούσαμε για ό,τι ζήσαμε, ενώ ταυτόχρονα γνωρίζαμε και οι δυο ότι το παρακάτω είναι άγνωστο.
-Γράφετε σε ένα ποίημα: «Το θαύμα είναι εδώ/ σε τούτη τη στιγμή/ που είμαστε μαζί/ εγώ/ κι εσύ. Τελικά η ζωή μας είναι στιγμές; Αυτό είναι το πρώτο ποίημα από την ενότητα «Συνομιλία με τη Νόνα». Προσπαθούσαμε να εστιάσουμε στην κάθε μέρα, στο φως, τον ήλιο.
–Η Νόνα σας είχε ενθαρρύνει να γράψετε ποίηση εκείνη την περίοδο; Στις συζητήσεις που είχαμε, πολλές φορές μου έλεγε η ίδια «αυτά που λέμε είναι ένα ποίημα. Γράφε». Και της έλεγα, εσύ γιατί δεν γράφεις; «Η ποίηση είναι δική σου, εγώ γράφω κριτική του θεάτρου». Η Νόνα μεγάλωσε μέσα στο θέατρο. Ο παππούς της από τη μεριά του πατέρα της ήταν ηθοποιός, σκηνοθέτης και διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου της Αρμενίας. Η γιαγιά της ήταν ηθοποιός, γνωστή στην Αρμενία και τη Σοβιετική Ένωση. Από πέντε χρονών την έπαιρναν στις πρόβες και στις παραστάσεις, μεγάλωσε μέσα στο θέατρο. Και όταν ζούσαμε στη Μόσχα, επειδή κάποιοι μεγάλοι ηθοποιοί ήταν φίλοι της οικογένειας, είχαμε πρόσβαση σε παραστάσεις που ήταν κλειστές 3-4 χρόνια προηγουμένως, αν και πολλές φορές τις βλέπαμε όρθιοι.
–Εσείς Κύπριος, αυτή Αρμένισσα. Πώς αντέδρασαν οι οικογένειες σας; Με τη Νόνα ζήσαμε μαζί 48 χρόνια. Περάσαμε πολύ μεγάλες δυσκολίες στην αρχή της σχέσης μας γιατί οι γονείς της δεν ευνοούσαν σχέση με μη Αρμένη. Ένιωθαν ότι έπρεπε να κρατηθούν ως μειονότητα. Κρατούσαμε μυστική τη σχέση μας αρκετό καιρό. Όταν το έμαθαν, αναστατώθηκαν πολύ και την πήραν από τη Μόσχα στο Ερεβάν για να συνεχίσει τις σπουδές της στη Ρωσική Λογοτεχνία. Η Νόνα ήταν πολύ στεναχωρεμένη, αρρώστησε και τελικά της επέτρεψαν να γυρίσει στη Μόσχα. Κάποια στιγμή ο πατέρας της έπαθε έμφραγμα κι έτσι δέχτηκε να γνωριστώ με την οικογένεια. Παντρευτήκαμε με πολιτικό γάμο το 1979 στη Μόσχα. Ήρθαμε στην Κύπρο τον ίδιο χρόνο και επειδή οι γονείς μου δεν δέχονταν τον πολιτικό γάμο κάναμε κι έναν θρησκευτικό στον προσφυγικό συνοικισμό Τσιακκιλερό. Η Νόνα ήταν η μοναδική καθηγήτρια που δίδασκε ελληνική φιλολογία στην Κύπρο ενώ η μητρική της γλώσσα δεν ήταν τα ελληνικά.
–Απ’ ό,τι ξέρω ήταν πολύ αγαπητή ως καθηγήτρια… Έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους μαθητές της. Στο σπίτι μας ερχόντουσαν τα καλοκαίρια μαθητές της που σπούδαζαν στο εξωτερικό. Στην κηδεία της ήρθαν μαθητές από τον πρώτο χρόνο που δίδασκε στο Γυμνάσιο Γερίου. Επίσης, ήρθαν μαθητές από όλα τα έτη που δίδαξε στο Γυμνάσιο και στο Λύκειο Παλλουριώτισσας και στην Τεχνική Σχολή.
–Πολύ σημαντική ήταν και η συμβολή της στο θέατρο… Ναι, είχε αρχίσει να γράφει κριτικές θεάτρου στην εφημερίδα «Εμπρός» και έπειτα έγραφε για 30 χρόνια στον «Φιλελεύθερο». Επίσης μετάφρασε γύρω στα δέκα θεατρικά έργα από τα ρωσικά και από τα αγγλικά.
–Τι θαυμάζατε στη Νόνα; Είχε την ικανότητα να κρατά τους ανθρώπους ενωμένους, τους φίλους, τα παιδιά, τους συνεργάτες. Ήταν άνθρωπος που ήξερε να εστιάζει στα ουσιαστικά της ζωής. Στην κηδεία της ήρθαν ακόμη και φίλοι και άνθρωποι του θεάτρου που γνωρίσαμε στην Αθήνα.
–Τι θυμάστε έντονα από τις συνομιλίες σας τον τελευταίο χρόνο της περιπέτειας με την υγεία της; Την περίοδο που ήταν άρρωστη της διάβαζα κάποια ποιήματα και τα συζητούσαμε. Σε κάποια φάση η Νόνα άρχισε να βλέπει όνειρα. Έβλεπε επανειλημμένα δυο: Μας είχε πει ότι έβλεπε την μητέρα της, τη θεία της, την αδερφή και τον εαυτό της να αλλάζουν ρόλους. Σε άλλο όνειρο έβλεπε τον εαυτό της και τις δυο της κόρες να αλλάζουν ρόλους. Και το έλεγε συχνά αυτό το όνειρο. Δεν φανταζόμουν, όμως, πόσο το έλαβε υπόψη της η κόρη μας η Ελένη, που είναι ηθοποιός. Ο Μιχαήλ Μαρμαρινός την κάλεσε να πάρει μέρος σε μια παράσταση στην Ελευσίνα όταν ήταν Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Όταν πήγα να τη δω, τον Νοέμβριο του 2023, βρέθηκα προ εκπλήξεως. Η Ελένη έγραψε ένα μονόλογο μισής ώρας που τον έπαιζε στην είσοδο της Ελευσίνας και στη συνέχεια η παράσταση προχωρούσε πιο μέσα, με τη συμμετοχή και άλλων ηθοποιών. Άρχιζε με τις σχέσεις Δήμητρας- Περσεφόνης, που άλλαζαν ρόλους σε διάφορες εκδοχές του μύθου. Άλλοτε είναι η μια κάτω στον τάφο και άλλοτε η άλλη. Μετά η Ελένη παίζει τα δυο όνειρα της μητέρας της και ανοίγει ένα κουτί με μια φωτογραφία της Νόνας… Ήταν συγκλονιστικό, όχι μόνο για μένα αλλά και για τους θεατές.
–«Σου μιλώ για τη βροχή κι εσύ θυμάσαι/ μιαν άλλη βροχή που έφερε και τότε τον θάνατο», γράφετε σε ένα ποίημα… Αυτό το ποίημα αναφέρεται στην περίοδο που η Νόνα μπήκε στο Ογκολογικό, όπου έμεινε τις τελευταίες 17 μέρες προτού πεθάνει. Στη διάρκεια μιας νύχτας που έβρεχε, άνοιξα το παράθυρο και της είπα «Έξω βρέχει». Και μου απαντά «Βρέχει, αλλά εγώ θα πεθάνω». Είχε θυμηθεί ένα διήγημα που έγραψα για τον πατέρα μου, όταν ήταν σοβαρά άρρωστος στον προσφυγικό συνοικισμό Τσιακκιλερό. Έβρεχε όταν είχα πάει να τον δω και του το είπα, γιατί του άρεσε πάρα πολύ η βροχή. Και αυτός μου απάντησε «Βρέχει, αλλά εγώ θα πεθάνω». Η Νόνα θυμόταν το διήγημα που το είχα γράψει. Εκείνο το βράδυ μου είχε πει «Είναι καιρός να φύγω, ν’ αφήσω το πεδίο ανοιχτό/ για όλους εσάς που αγάπησα και μ’ αγαπήσατε».
–Μέσα από αυτά τα ποιήματα αντλούσατε δύναμη για να αντιμετωπίσετε εκείνη την τόσο κρίσιμη περίοδο της ζωής σας; Ενόσω τα έγραφα ήταν μια λύτρωση. Τώρα που τα ξαναδιαβάζω, με παίρνουν πίσω και ξαναζώ μνήμες δύσκολες.
–«Περπατάς σαν ακροβάτης δίχως δίχτυ προστασίας κι όλο μικραίνουν οι μέρες, συντομεύει ο χρόνος» σχολιάζετε σε κάποιο άλλο ποίημα… Ναι, νιώθεις ότι περπατάς στην όχθη και από τη μια είναι το φως και από την άλλη το σκοτάδι. «Και βλέπεις μέσα στο σκοτάδι, όσα τόσα χρόνια δεν είδες στο φως». Ζωντανεύει όλη σου η ζωή και βλέπεις πράγματα που δεν έβλεπες πριν. Προσπαθείς να περπατήσεις σαν ακροβάτης δίχως δίχτυ προστασίας. Είμαστε όλοι ευάλωτοι.
–Τι ρόλο παίζει η μνήμη, όχι μόνο σ’ αυτή την ποιητική συλλογή αλλά και σε προηγούμενα έργα σας; Όσο μεγαλώνεις, καταλαβαίνεις πόση σημασία έχουν αυτά που έζησες, ο βιωμένος χρόνος. Η μνήμη παίζει μεγάλο ρόλο. Πρέπει να είμαστε ευτυχείς όσο λειτουργεί η μνήμη μέσα μας και μπορούμε να ζούμε το σήμερα, αλλά και τη ζωή μας σε όλο το εύρος της. Να ζούμε ταυτόχρονα όλα όσα έχουμε περάσει μέσα στα χρόνια. Στους στίχους μου θέλω να τονίσω την αξία του προσωπικού βιώματος. Την αξία του τι έχεις ζήσει, τι έχεις καταφέρει να δημιουργήσεις και να δώσεις στους άλλους σ’ αυτό τον κόσμο. Αυτό μετρά στη ζωή.
–Η λογοτεχνία λειτούργησε για σας ως βάλσαμο; Βέβαια, οπωσδήποτε. Γιατί η συγγραφή είναι μια συζήτηση με τον εαυτό σου, με το τι έχεις ζήσει, πού είσαι, πού πας και τι κάνεις. Σε βοηθά να ξεκαθαρίσεις πράγματα. Να βρεις τις αιτίες τους, το βάθος τους και να αποκτήσεις μια, κατά κάποιο τρόπο, ισορροπία.
–Γράφετε σε ένα ποίημα: «Ο κόσμος είναι μια αιώνια περιστροφή./ Μας κρατά, μας γυρίζει/ από τη μια και από την άλλη πλευρά,/ σε κάποια στροφή μας πετά έξω/ και γυρίζουμε στο απόγειο του κύκλου./ Και αφού πάντα γυρίζουμε σε τούτον τον αιώνιο κύκλο/ είμαστε πάντα παρόντες». Οι λογοτέχνες είναι πάντα παρόντες; Ο λογοτέχνης φεύγει από τη ζωή, αλλά εξακολουθεί να υπάρχει ό,τι έχει ζήσει και ό,τι έχει καταφέρει να αφήσει πίσω του.
–Η πρώτη ενότητα της νέας σας ποιητικής συλλογής τιτλοφορείται «Μέρες του Ήλιου». Πώς ήταν αυτές οι μέρες; Σ’ αυτή την ενότητα υπάρχουν 10 ποιήματα με μνήμες από την παιδική ηλικία. Έξω από το χωριό μου τη Λύση είχαμε ένα περβόλι και μετά το σχολείο η μητέρα μου με έστελνε με το γαϊδούρι να πάω φαγητό στον πατέρα μου. Έμεινε μέσα μου αυτός ο ήλιος, η ζέστη, το χώμα το πατημένο από τα κάρα και τα ζώα. Η επαφή με τη φύση, εικόνες με τα πουλιά, το φίδι να πίνει νερό στο αυλάκι, όλα αυτά τα κράτησα ζωντανά στη μνήμη μου. Έπειτα οι δύσκολες μέρες, σκληρές με θανάτους. Το σπίτι μας ήταν κοντά στην εκκλησία και απ’ εκεί περνούσαν συχνά οι κηδείες. Στο σπίτι μας συνέβαιναν δύσκολες καταστάσεις που με στενοχωρούσαν. Έγραψα 10 ποιήματα πάνω σε αυτές τις μνήμες, θέλοντας να δείξω ότι αυτός ο ήλιος μέσα μου έρχεται σαν βάλσαμο να γλυκάνει ό,τι συμβαίνει μετά.
–Ο «Ταξιδιωτικός σάκος», η δεύτερη ενότητα της συλλογής, έχει μνήμες και εικόνες από ταξίδια σε διάφορες χώρες. Κρατούσατε ημερολόγιο; Όχι, ούτε ημερολόγιο είχα ούτε φωτογραφίες. Έχω κάνει πολλά ταξίδια, με τη Νόνα και μόνος μου, αλλά ουδέποτε είχαμε φωτογραφική μηχανή ή ημερολόγιο. Είναι καταγραμμένα στη μνήμη μου. Θυμάμαι που, καθώς περπατούσαμε σε μια πολυσύχναστη αγορά στο Νέο Δελχί, περνούσε μια πομπή καμιά δεκαριά ανθρώπων οι οποίοι κουβαλούσαν τον νεκρό στους ώμους τους ψέλνοντας ένα μοιρολόι, ενώ κρέμονταν τα χέρια και τα πόδια του. Δεν θα ξεχάσω την ημέρα που βρεθήκαμε στο Ταζ Μαχάλ και είδαμε τον ήλιο να κατεβαίνει πίσω του. Στο Πεκίνο, έξω από ένα ναό Βουδιστών είδαμε να περνά μια πομπή από μοναχούς. Στο Άμστερνταμ, σε μια πλατεία καθόταν ένας πολίτης και ο κόσμος μαζευόταν γύρω του περιμένοντας να κάνει κάτι κι αυτός τους είπε «μην περιμένετε, δεν θα κάνω τίποτα». Στη Βαρκελώνη σε μια γωνιά ένας μουσικός έπαιζε μπαντονεόν τόσο υπέροχα που σκεφτόμουν ότι θα μπορούσε να παίξει στη Συμφωνική Ορχήστρα της Κύπρου. Έζησα σε μέρη που άλλαξαν ονόματα: Σοβιετική Ένωση, Ρωσία, Ουκρανία, που τις χωρίζουν τώρα σύνορα, με δρόμους και αεροδρόμια που τώρα είναι κλειστά. Όλα αυτά μου άφησαν έντονες μνήμες.
–Το προσωπικό για έναν ποιητή μπορεί να είναι και καθολικό; Αυτή είναι η επιθυμία του ποιητή. Ο λόγος για να μιλήσει στον άλλο και να μπορέσει να γίνει βάλσαμο στον πόνο του. Ή να του ξυπνήσει δικές του εμπειρίες, συναισθήματα και σκέψεις. Στην αρχή αναζητάς μια εσωτερική λύτρωση όταν γράφεις. Στο επόμενο στάδιο, όταν επεξεργάζεσαι το ποίημα και προσπαθείς να του δώσεις μια ολοκληρωμένη μορφή, χωρίς να το συνειδητοποιείς έχεις στο μυαλό σου τον αναγνώστη. Να κάνεις, δηλαδή, ένα διάλογο μαζί του.