13 Οκτωβρίου, 2025
7:05 μμ

Αναζητώντας εναγωνίως μια πολιτική «επανάσταση», που όμως συχνά καταλήγει σε ένα πολιτικό φρενοκομείο. Τα όσα εκτυλίχθηκαν τις τελευταίες ημέρες γύρω από το «Άλμα» – αρχικά με τις δημόσιες τοποθετήσεις του Ανδρέα Χασαπόπουλου και στη συνέχεια του Αβραάμ Θεμιστοκλέους – αποτυπώνουν γλαφυρά αυτή την οξύμωρη κατάσταση και την τάση μιας μερίδας της κοινωνίας να διακηρύσσει με κάθε τρόπο την αντισυστημικότητά της.

Το «Άλμα» εμφανίζεται ως ένα νέο πολιτικό κίνημα που εισέρχεται στο σκηνικό με βασικό του όπλο την προσωπικότητα του Οδυσσέα Μιχαηλίδη και το κύρος που απέκτησε κατά τη θητεία του στην Ελεγκτική Υπηρεσία. Πολιτικά, ωστόσο, θα κριθεί όταν και εφόσον παρουσιάσει ολοκληρωμένες θέσεις και προτάσεις, όχι απλώς προθέσεις. Παρ’ όλα αυτά, το κίνημα βρέθηκε πρόωρα στο επίκεντρο της επικαιρότητας εξαιτίας όσων είπε δημόσια ο Ανδρέας Χασαπόπουλος, ο οποίος έκανε λόγο για πρόσωπα με «σκιές» διαφθοράς, αδιαφανείς διαδικασίες και εσωτερικές αντιφάσεις. Στο στόχαστρό του έθεσε και δύο εκ των στενότερων συνεργατών του Οδυσσέα Μιχαηλίδη — τον καθηγητή Χαρίδημο Τσούκα και τον τέως πρύτανη Κωνσταντίνο Χριστοφίδη. Οι αναφορές αυτές προκάλεσαν την άμεση αντίδραση και των δύο ακαδημαϊκών, αλλά και του ίδιου του Οδυσσέα Μιχαηλίδη, ο οποίος απάντησε δημοσίως, επιχειρώντας να προστατεύσει την αξιοπιστία του κινήματος.

Λίγο αργότερα, στην εξίσωση μπήκε και ο Αβραάμ Θεμιστοκλέους. Με βίντεο στα κοινωνικά δίκτυα ανακοίνωσε την αποχώρησή του από το «Άλμα», καταγγέλλοντας έλλειψη διαφάνειας, αποφάσεις πίσω από κλειστές πόρτες και απουσία δημοκρατικών διαδικασιών. Τόνισε επίσης πως το κίνημα αδυνατεί να εκφράσει τους νέους – κάτι που, για έναν χώρο που φιλοδοξεί να εκπροσωπήσει την «ανανέωση», είναι πολιτικά βαρύνουσας σημασίας. Η διαφορά του Αβραάμ Θεμιστοκλέους με τον Χασαπόπουλο είναι ότι ο πρώτος συμμετείχε και στο πάνελ την ημέρα της εξαγγελίας του κινήματος. Όχι ότι αυτό προσδίδει μεγαλύτερη βαρύτητα στα όσα αναφέρει, ωστόσο δεν παύει να αποτελεί γεγονός που προφανώς να ήθελε να διαγράψει ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης και η ηγεσία του Άλματος.

Η αποχώρηση των δύο μπορεί να εκληφθεί και ως ένα πολιτικό ξεκαθάρισμα για το «Άλμα», το οποίο ενδέχεται να λειτουργήσει ως ευκαιρία ανασύνταξης.

Πέρα όμως από τα πρόσωπα και τις εσωτερικές ισορροπίες, το κρίσιμο ζητούμενο είναι η πολιτική κουλτούρα που θα επιλέξει να υπηρετήσει το «Άλμα». Αν πράγματι φιλοδοξεί να αποτελέσει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση, οφείλει να απαλλαγεί όχι μόνο από πρόσωπα, αλλά και από νοοτροπίες — εκείνες που αναπαράγουν το ίδιο παρωχημένο πολιτικό ήθος που δήθεν πολεμά.

Η κριτική που δέχεται ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης και το «Άλμα» είναι αυστηρή, αλλά όχι πρωτοφανής. Το ίδιο συμβαίνει και με τον Νίκο Χριστοδουλίδη, την Αννίτα Δημητρίου, τον Στέφανο Στεφάνου και κάθε πολιτικό ηγέτη που καλείται να διαχειριστεί τις ελπίδες και τις απογοητεύσεις μιας κοινωνίας. Βρέθηκαν και βρίσκονται συχνά στο στόχαστρο της κριτικής για πολιτικές πράξεις και δηλώσεις τους. Ακόμη και ο Φειδίας Παναγιώτου μπορεί να ισχυριστεί ότι κρίνεται αυστηρά για όσα κάνει ή δεν κάνει ως ευρωβουλευτής.

Σε μια κοινωνία που συνεχώς αναζητά σωτήρες – «από μηχανής Θεούς» που θα τη σώσουν από την ίδια της την αδράνεια – κάθε νέος πολιτικός σχηματισμός και κάθε νέο πολιτικό πρόσωπο κουβαλά το βάρος της προσδοκίας για κάτι διαφορετικό. Όμως η πραγματική αλλαγή δεν γεννιέται από τη φθορά, αλλά από τη μεταμόρφωση της συλλογικής συνείδησης. Γι’ αυτό και φαινόμενα πολιτικού χουλιγκανισμού δεν έχουν θέση σε κανένα πολιτικό κόμμα ή κίνημα.

Αν το «Άλμα» – και κάθε νέο ή παλιό κίνημα που ευαγγελίζεται την «αλλαγή» – δεν κατορθώσει να απαλλαγεί από τέτοιου είδους φαινόμενα, τότε κινδυνεύει να εγκλωβιστεί στο ίδιο φαινόμενο που επιχειρεί να πολεμήσει: τον λαϊκισμό χωρίς προοπτική.

Exit mobile version