Το Εφετείο απέρριψε την έφεση άνδρα, ο οποίος κατηγορείται για σειρά ιδιαίτερα σοβαρών σεξουαλικών αδικημάτων, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Αμμοχώστου για συνέχιση της προσωποκράτησής του λόγω κινδύνου φυγοδικίας.
Ο εφεσείων είχε παραπεμφθεί σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου για βιασμό, σεξουαλική κακοποίηση, εξαναγκασμό σε συνουσία, απαγωγή, άσεμνη επίθεση, σεξουαλική παρενόχληση, καθώς και στέρηση ελευθερίας με σκοπό τη σεξουαλική κακοποίηση. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, τα αδικήματα φέρονται να τελέστηκαν στις 26 Οκτωβρίου 2025, με θύμα γυναίκα από τη Σουηδία.
Παρά την ένσταση του κατηγορουμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διατάξει την κράτησή του, κρίνοντας ότι υφίσταται ουσιαστικός κίνδυνος να διαφύγει. Η απόφαση αυτή αποτέλεσε το αντικείμενο της έφεσης, η οποία βασίστηκε σε τρεις λόγους.
Με τον πρώτο λόγο, ο εφεσείων υποστήριξε ότι το Δικαστήριο δεν έλαβε ορθά υπόψη τους προσωπικούς του δεσμούς με την Κύπρο, στοιχείο που, κατά την υπεράσπισή του, θα έπρεπε να είχε οδηγήσει σε διαφορετικό συμπέρασμα ως προς τον κίνδυνο φυγοδικίας. Επικαλέστηκε μεταξύ άλλων τη δεκαετή διαμονή του στο νησί, την άδεια παραμονής του μέχρι το 2026, τον γάμο του με Ευρωπαία υπήκοο και το 4 ετών παιδί του που φοιτά σε δημόσιο σχολείο, καθώς και τη μόνιμη εργασία του στην τουριστική βιομηχανία.
Ο δεύτερος λόγος αφορούσε τη μη υιοθέτηση των προτεινόμενων όρων εγγύησης. Η υπεράσπιση είχε εισηγηθεί κατάθεση €10.000 σε μετρητά, παράδοση ταξιδιωτικών εγγράφων και καθημερινή παρουσία σε αστυνομικό σταθμό, υποστηρίζοντας ότι τα μέτρα αυτά θα διασφάλιζαν επαρκώς την παρουσία του στη δίκη. Επίσης, επισημάνθηκαν οι αρνητικές συνέπειες που θα είχε η κράτηση για την οικογένειά του, καθώς ο κατηγορούμενος αποτελεί τον κύριο οικονομικό της στυλοβάτη.
Ο τρίτος λόγος έθετε ζήτημα λανθασμένης στάθμισης της σοβαρότητας των κατηγοριών, της πιθανότητας καταδίκης και της αυστηρότητας των προβλεπόμενων ποινών. Κατά τον εφεσείοντα, το Δικαστήριο θα έπρεπε να είχε καταλήξει ότι οι προσωπικοί του δεσμοί αρκούσαν για να εξασφαλίσουν την παρουσία του στη δίκη.
Το Εφετείο υπενθύμισε ότι η προφυλάκιση αποτελεί κατ’ εξαίρεση μέτρο και ότι η παρέμβασή του στις αποφάσεις των πρωτόδικων Δικαστηρίων είναι περιορισμένη, εκτός εάν διαπιστωθεί σοβαρό σφάλμα στην άσκηση της διακριτικής τους ευχέρειας.
Στην παρούσα περίπτωση, οι δικαστές έκριναν ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε σωστά τις νομολογιακές αρχές σχετικά με την εκτίμηση κινδύνου φυγοδικίας. Η σοβαρότητα των αδικημάτων, η δυνατότητα επιβολής πολυετούς ποινής και η ύπαρξη μαρτυρίας που, στην όψη της, υποδηλώνει πιθανότητα καταδίκης θεωρήθηκαν καθοριστικοί παράγοντες.
Παράλληλα, το Εφετείο υιοθέτησε την εκτίμηση ότι οι προσωπικοί δεσμοί του κατηγορουμένου με την Κύπρο δεν είναι αρκετά ισχυροί ώστε να αποκλείουν τον κίνδυνο διαφυγής, τονίζοντας ότι ακόμη και η ύπαρξη τέτοιων δεσμών δεν συνεπάγεται αυτομάτως αποφυλάκιση. Επιπλέον, κρίθηκε ότι οι προτεινόμενοι όροι εγγύησης δεν επαρκούν, δεδομένης της σοβαρότητας της υπόθεσης.
Ως προς τις επιπτώσεις στην οικογένεια, το Δικαστήριο σημείωσε ότι, αν και λήφθηκαν υπόψη, δεν μπορούν να υπερκεράσουν το δημόσιο συμφέρον για διασφάλιση της παρουσίας του κατηγορουμένου στη δίκη και την εύρυθμη απονομή της δικαιοσύνης.
Το Εφετείο κατέληξε ότι δεν υπάρχει κανένα νομικό ή πραγματικό έρεισμα για ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης. Οι τρεις λόγοι έφεσης απορρίφθηκαν στο σύνολό τους και η απόφαση για κράτηση του κατηγορουμένου μέχρι τη δίκη επικυρώθηκε πλήρως.
Η υπόθεση αναμένεται να εκδικαστεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Αμμοχώστου τον Ιανουάριο του 2026.


