Βαθιά αγανακτισμένοι και προβληματισμένοι είναι οι συγγενείς αγνοουμένων Άσσιας για τις ενέργειες της Τουρκικής κατοχικής δύναμης να μετατρέψει τον χώρο μαζικών εκτελέσεων στο Ορνίθι σε οικοδομικό “project”, γεγονός που ανέδειξε σε άρθρο του στον Φιλελεύθερο ο Γιάννης Χατζηγεωργίου. Σε ανακοίνωσή του, το Κοινοτικό Συμβούλιο Άσσιας, παραθέτει τους λόγους για τους οποίους η Ε/κ πλευρά θα πρέπει να αντιδράσει σε αυτή την εξέλιξη και, παράλληλα, καλεί την Τουρκοκυπριακή ηγεσία και τον κ. Τουφάν Έρχιουρμαν, να εξετάσει την περίπτωση προσεκτικά και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα. «Ζητούμε ο χώρος να διαφυλαχθεί από οποιαδήποτε ανάπτυξη για λόγους στοιχειώδους σεβασμού προς τους νεκρούς και τους συγγενείς τους», τονίζει το Κοινοτικό Συμβούλιο.
Συγκεκριμένα, στην ανακοίνωση αναφέρεται ότι:
Στις 23 Νοεμβρίου 2025 σε άρθρο του Γιάννη Χατζηγεωργίου στον Φιλελεύθερο γίνεται εκτενής αναφορά και περιγραφή για τις ενέργειες και μεθόδευση της Τουρκικής κατοχικής δύναμης να μετατρέψει τον χώρο μαζικών εκτελέσεων στο Ορνίθι σε οικοδομικό “project”. Μέσω του άρθρου του κ. Χατζηγεωργίου επανέρχεται στο προσκήνιο ένα ζήτημα που εμάς τους συγγενείς αγνοουμένων της Άσσιας μας βασανίζει από το καλοκαίρι του 2022 όταν εντοπίσαμε τα πρώτα σημάδια των προθέσεων της Τουρκικής κατοχικής δύναμης.
Οι συγγενείς αγνοουμένων της Άσσιας, εντόπισαν τον Αύγουστο 2022 ότι οι κατοχικές αρχές προχώρησαν σε έργα που στόχευαν στην οργανωμένη οικοπεδοποίηση της περιοχής, που βρίσκεται σε μία καθαρά αγροτική περιοχή περίπου δύο χιλιόμετρα από τις παρυφές του χωριού Αφάνεια. Από τότε είχαν ολοκληρώσει ένα πλήρως ασφαλτοστρωμένο δρόμο που κατέληγε στο σημείο που βρίσκονταν τα δύο πηγάδια όπου ρίχτηκαν οι τουλάχιστον 70 άμαχοι πολίτες, που εκτελέστηκαν ενώ ήταν αιχμάλωτοι του Τουρκικού στρατού κατοχής τον Αύγουστο 1974. Λίγα μέτρα πιο κάτω είχαν ανευρεθεί, σε άλλους δύο χώρους ταφής, ακόμα 10 αγνοούμενοι μας που είχαν επίσης εκτελεστεί μετά την σύλληψη τους στην Άσσια εκείνες τις μέρες.
Άμεσα, είχαμε προχωρήσει στην καταγγελία αυτής της ενέργειας των Κατοχικών αρχών και με σειρά επιστολών, απευθυνόμενες σε αρμόδιους φορείς, είχαμε εκφράσει την έντονη ανησυχία και αγανάκτηση μας σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα και επίμονα ζητήσαμε να ληφθούν όλα τα αναγκαία μέτρα για να σταματήσει αυτή η υβριστική πράξη.
Η ενέργεια αυτή πιστεύουμε ότι είναι σκόπιμη και έχει ως στόχο, α) την αλλοίωση της περιοχής και τον αποκλεισμό της από οποιαδήποτε μελλοντική διερεύνηση του χώρου αν κριθεί σκόπιμο και β) την ριζική αλλαγή του χαρακτήρα της περιοχής με απόκρυψη του χώρου όπου έχει διαπραχθεί ένα ειδεχθές έγκλημα πολέμου και γ) τον πλήρη αποκλεισμό των οικογενειών των αγνοουμένων να επισκέπτονται την περιοχή για να εναποθέσουν έστω και ένα λουλούδι.
Ταυτόχρονα επισημαίνουμε ότι συντρέχουν σοβαρότατοι λόγοι για τους οποίους θα πρέπει να αποτραπεί, έστω και τώρα αυτό που προδιαγράφεται με την υποδομή που έχει δημιουργηθεί στην περιοχή. Οι λόγοι που η Ε/Κ πλευρά θα πρέπει με τον πιο επίσημο τρόπο να αντιδράσει σε αυτή την εξέλιξη εστιάζονται στα πιο κάτω:
- Ο χώρος υπήρξε χώρος 4 γνωστών ομαδικών τάφων με συνολικά 80 εκτελεσθέντες άμαχους πολίτες μεταξύ των οποίων είναι τα δύο πηγάδια με τους τουλάχιστον 70 αμάχους καθώς και άλλοι δύο χώροι ταφής με ακόμα 10 αγνοουμένους.
- Μετά την επίσημη επιστημονική επιβεβαίωση τον Απρίλιο 2022 της ύπαρξης αγνώστου προσώπου (εκτός της γνωστής ομάδας των 70 αμάχων που είχε μεταφερθεί στο Ορνίθι από το γκαράζ Παυλίδη) δεν μπορεί κανείς να είναι βέβαιος ότι δεν υπάρχουν και άλλοι άγνωστοι αγνοούμενοι ανάμεσα τους ή και ότι δεν υπάρχει και άλλο σημείο ταφής στον ευρύτερο χώρο της περιοχής Ορνίθι. Αυτό το συμπεραίνουμε από το γεγονός ότι μόνο 68 από τους γνωστούς 70 αμάχους έχουν ταυτοποιηθεί 13 χρόνια μετά την ολοκλήρωση της εκταφής.
- Μέχρι και σήμερα, 15 χρόνια μετά την εκταφή στο Ορνίθι παραμένουν δύο δείγματα DNA που δεν έχουν αποδοθεί σε κανένα αγνοούμενο μας, ενώ δύο άτομα από την γνωστή ομάδα των 70 αμάχων δεν έχουν ακόμη ταυτοποιηθεί.
- Οι πιο πάνω εξελίξεις καθιστούν την περιοχή Ορνίθι ως εν δυνάμει χώρο ανεύρεσης και άλλων αγνοουμένων μας. Είναι χώρος υψίστου ενδιαφέροντος καθότι δεν μπορεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο να θεωρηθεί ότι η περίπτωση ανεύρεσης αγνοούμενων συγχωριανών μας έχει εξιχνιαστεί. Αυτό επιβάλλει όπως η πλευρά μας ενεργήσει προληπτικά για να αποτρέψει ένα «νέο πιθανό Δίκωμο». Αντιλαμβανόμαστε ότι η δική μας πλευρά το έχει θέσει το ζήτημα στη ΔΕΑ και γίνονται προσπάθειες για να ληφθούν κάποια μέτρα πρόληψης, όμως απ’ ότι φαίνεται οι Τουρκικές αρχές είναι αποφασισμένες να προχωρήσουν με τα έργα.
Όλα τα πιο πάνω μας αφήνουν βαθύτατα αγανακτισμένους από τη μια και προβληματισμένους από την άλλη, καθότι ένας χώρος ποτισμένος με αίμα τόσων αθώων ανθρώπων θα έπρεπε με κάθε τρόπο να τύχει του κατάλληλου σεβασμού.
Όσον παράξενο και αν ακουστεί σε κάποια αυτιά, εμείς που πληγωθήκαμε τόσο πολύ δεν πορευόμαστε με μίσος. Ανακουφίζει τον πόνο μας η δυνατότητα να εναποθέσουμε ένα λουλούδι στο χώρο εις μνήμη των γονιών μας, των παππούδων μας, των συγγενών μας. Δυστυχώς, ούτε αυτό μας επέτρεψαν οι κατοχικές αρχές τα τελευταία δύο χρόνια.
Ζητούμε ο χώρος να διαφυλαχθεί από οποιαδήποτε ανάπτυξη τόσο για λόγους που εξηγούμε αναλυτικά πιο πάνω, αλλά και για λόγους στοιχειώδους σεβασμού προς τους νεκρούς και τους συγγενείς τους.
Καλούμε την Τουρκοκυπριακή ηγεσία και τον κ. Τουφάν Έρχιουρμαν προσωπικά, να εξετάσει την περίπτωση προσεκτικά και να λάβει τα κατάλληλα μέτρα για προστασία του χώρου. Ταυτόχρονα, κάνουμε έκκληση όπως επισπεύσει τις διαδικασίες που θα επιτρέψουν την διερεύνηση του χώρου στον σκυβαλότοπο Δικώμου, όπου σύμφωνα με επίσημο έγγραφο που κατατέθηκε στη ΔΕΑ από την τότε εκπρόσωπο των Τ/Κ κα. Gulden Kuchuk τον Νοέμβριο 2017, έχουν μεταφερθεί τα οστά των 70 τουλάχιστον αγνοουμένων μας από τα δύο πηγάδια στο Ορνίθι.
Απλά διεκδικούμε το δικαίωμα να κλείσουμε τις ανοιχτές πληγές μας και να απαλύνουμε τον πόνο μας. Πιστεύουμε ακράδαντα ότι ίσως το πιο ουσιαστικό μέτρο που θα βοηθήσει να οικοδομήσουμε πραγματική εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο μέλλον είναι η τάχιστη επίλυση του ανθρωπιστικού ζητήματος των αγνοουμένων της Κύπρου, όχι η οικοδόμηση των χώρων που διαπράχθηκαν εγκλήματα.


